Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2009

Η Στυλιάνα Γκαλινίκη απαντά στις ερωτήσεις μας


Το βιβλίο της Στυλιάνας Γκαλινίκη "Όλα πάνε ρολόΐ ή σχεδόν" ήταν αυτό που διαβάσαμε και συζητήσαμε το μήνα Νοέμβρη. Η Στυλιάνα Γκαλινίκη , δέχτηκε να μας απαντήσει σε μια σειρά από ερωτήσεις, που προέκυψαν κατά την ανάγνωση του μυθιστορήματος της, και την ευχαριστούμε γι' αυτό! Ήταν μια απολαυστική "συνέντευξη", αν και έγινε με τη βοήθεια του διαδικτύου και απουσίαζε η άμεση επαφή. Καλή ανάγνωση!

Λ. Α :Αυτό είναι το δεύτερο βιβλίο σας. Μετά το πρώτο βιβλίο σας , που ήταν μια συλλογή διηγημάτων, προχωρήσατε στην έκδοση ενός μυθιστορήματος. Ήταν εύκολη η μετάβαση από το ένα είδος στο άλλο;

Σ.Γ : Ομολογώ ότι δεν μου ήταν εύκολο γιατί κιόλας είχα να γράψω πολλά χρόνια. Από την άλλη, είχα να αναμετρηθώ με μία εκτενέστερη αφήγηση. Το διήγημα μου αρέσει σαν είδος γιατί ο λόγος είναι πιο συμπυκνωμένος, μπορείς ακόμη να αποφορτιστείς από τις σκέψεις που σε διακατέχουν πιο άμεσα, ίσως και με μεγαλύτερη σφοδρότητα. Το διήγημα μπορεί να είναι πιο στακάτο. Όμως από την άλλη το μυθιστόρημα έχει περισσότερο ενδιαφέρον ως νοητική άσκηση. Επίσης, νομίζω ότι γράφοντας μυθιστόρημα υπολογίζεις πιο πολύ τον αναγνώστη. Θέλεις να τον ταξιδέψεις, να τον παιδέψεις, οπωσδήποτε όμως να τον κρατήσεις μέχρι το τέλος. Σε νοιάζει πιο πολύ να τον κερδίσεις. Με το διήγημα πετάς το γάντι. Αν δεν το μαζέψει ο αναγνώστης με το ένα διήγημα, ίσως το κάνει διαβάζοντας το επόμενο μιας συλλογής. Στο μυθιστόρημα συνομιλείς πιο πολύ με τον αναγνώστη. Τον οδηγείς σε ένα λαβύρινθο, αλλά πρέπει να τον δελεάζεις κάθε τόσο να συνεχίσει.

Λ.Α: Η οικογένεια σας σας στήριξε στη συγγραφική σας προσπάθεια;

Σ.Γ: Πάρα πολύ, αλλά με έναν τρόπο που δεν περιγράφεται. Με στηρίζει σε κάθε προσπάθειά μου και θέλω να νιώθουν κι εκείνοι το ίδιο από μένα. Δεν είναι κιόλας αυτονόητο το να σε στηρίζουν οι άνθρωποι με τους οποίους δένεσαι με αγάπη; Αν δεν είχα την οικογένεια που έχω, μπορεί να μην έγραφα κιόλας. Από την άλλη, δεν είναι και το πιο σημαντικό γεγονός της ζωής μου το γράψιμο. Ευτυχώς.

Λ.Α : Γιατί η επιλογή των παράξενων ονομάτων (π.χ. Αλγερία). Έχει κάποια σχέση με τα μηνύματα που θέλετε να δώσετε; Πρόκειται για λογοπαίγνιο;

Σ. Γ : Το όνομα Αλγερία μου βγήκε πολύ αυθόρμητα. Δεν ξέρω πώς και γιατί. Μου άρεσε. Σκέφτηκα ότι είναι πολύ ωραίο όνομα για άνθρωπο, όχι μόνο για χώρα. Και ότι θα ήταν πολύ ωραίο να έχει κάποιος όνομα χώρας. Με πήγε τελικά με έναν ιδιαίτερο τρόπο αυτό το όνομα μέσα στην αφήγηση. Από την άλλη επειδή είχα αποφασίσει το όνομα Σεωρή –αυτό ήταν αποτέλεσμα προσπάθειας γιατί είχα αποφασίσει να είναι ένας επινοημένος τόπος και το όνομα, όποιο κι αν ήτανε, ή έπρεπε να μη σημαίνει τίποτα, ή έπρεπε να σημαίνει οπωσδήποτε κάτι- πολύ γρήγορα συνειδητοποίησα ότι μπορούσαν να γίνουν ανάλογα λογοπαίγνια και με το όνομα Αλγερία. Πάντως τα πρόσωπα έχουν τα ονόματα που έχουν γιατί, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, δεν μπορούν να έχουν άλλο όνομα. Άλλο Γιώργος, άλλο Γιώργης. Δεν μου ταίριαζε να λέγεται Γιώργος ο αδελφός του Μηνά, αλλά Γιώργης. Σχεδόν κανένα όνομα δεν προσπάθησα να το επινοήσω. Μου προέκυψε αυθόρμητα. Αλλά, σίγουρα τα ονόματα έχουν μια σημασία για μένα, απλά δεν ξέρω ποια είναι. Ίσως έχει να κάνει με τη μουσικότητα που έχει το καθένα ή με ασυνείδητες νοηματοδοτήσεις. Αυτό που με νοιάζει είναι το όνομα να με πηγαίνει, εμένα, κάπου. Νομίζω λ.χ. ότι ποτέ δεν θα έγραφα για κάποια γυναίκα που την λένε Λίζα -το βρίσκω για όνομα γυναίκας σαχλό, «δήθεν» αριστοκρατικό, αλλά θα μου άρεσε να λένε έτσι μια πολυθρόνα! (Ξέρω ανθρώπους που από χιουμοριστική διάθεση δίνουν ανθρώπινα ονόματα στα αντικείμενα. Μου αρέσει αυτό το παιχνίδι της οικειοποίησης των αντικειμένων και ταυτόχρονα της ανατροπής των νοημάτων με τρόπο τέτοιο που να αποκαλύπτονται τα πραγματικά νοήματα – αν ας πούμε ο κακομοίρης γείτονας μιας δήθεν αριστοκράτισσας, που το όνομά της δεν μας ενδιαφέρει, αποκαλεί την πολυθρόνα του Λίζα, κάτι δείχνει για τον κακομοίρη και την αριστοκράτισσα, ίσως και για την πολυθρόνα.)

Λ. Α :Το σύντομο ταξίδι του Μηνά παίζει κάποιο ρόλο στην ωρίμανση του χαρακτήρα του; (Ειδικά αν σκεφτούμε ότι στη λογοτεχνία το ταξίδι αντιπροσωπεύει πάντα μια αναγκαία διαδικασία γνώσης).

Σ.Γ. : Όχι δεν νομίζω ότι ωρίμασε ο Μηνάς στο ταξίδι εκείνο. Αλλά τι είναι η ωριμότητα; Είναι μια ατέρμονη διαδικασία νομίζω, η οποία δεν με απασχολεί. Θέλω να πω ότι ζητούμενο είναι να γνωρίσεις τον εαυτό σου, να είσαι καλά με το μέσα σου. Τώρα αυτό αν λέγεται ωριμότητα ή όχι, δεν με ενδιαφέρει. Συνήθως η ωριμότητα είναι ένας χαρακτηρισμός που αποδίδουν ή δεν αποδίδουν οι άλλοι για σένα. Πιστεύω ότι οι περισσότεροι θα χαρακτήριζαν τον Μηνά ανώριμο, που εγκατέλειψε το παιδί του, που ζούσε σε ένα σπίτι όπου κορδέλες κρέμονταν στα παραθυρόφυλλα και στον τοίχο φύλλο-φύλλο αναπτυσσόταν το Δέντρο του Κόσμου. Το ταξίδι του Μηνά ήταν η ζωή με την Αλγερία. Γι’ αυτό διάλεξε να πεθάνει. Το ταξίδι είχε τελειώσει και δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω. Δεν υπήρχε άλλος τόπος γι’ αυτόν.

Λ.Α : Η προσωπικότητα της Αλγερίας είναι αναπόφευκτο αποτέλεσμα της πολιτιστικής και οικογενειακής της κληρονομιάς ή είναι άνθρωπος που έχει ξεπεράσει κάθε κοινωνική δέσμευση και έχει κατακτήσει την ελευθερία του πνεύματος;

Σ.Γ : Το ένα δεν αποκλείει το άλλο, μάλλον θα έλεγα ότι σχετίζονται. Η Αλγερία δεν εμφανίζεται ως ένας άνθρωπος που έχει ξεπεράσει κάθε κοινωνική δέσμευση, δεν είναι νομίζω αυτό που τη χαρακτηρίζει. Θα έλεγα περισσότερο ότι είναι ένας άνθρωπος καλός και σοφός, που δεν την απασχολούν οι κοινωνικές συμβάσεις, αλλά η ουσία των πραγμάτων. Η Αλγερία δεν προσπάθησε να ανατρέψει τίποτα. Κράτησε μία στάση σιωπής για να αφουγκράζεται αυτό που οι άλλοι μέσα τους πίστευαν ότι είχαν κάνει να σωπάσει. Η Αλγερία «ήξερε». Και δεν επιδίωξε να διαφέρει, αλλά διέφερε. Διέφερε επειδή δεν θυσίασε τον εαυτό της για να έχει την κοινωνική αποδοχή.

Λ. Α : Η σχέση του παπά – Τρακ με το Θεό δεν εμφανίζεται ως η συνηθισμένη σχέση ανθρώπου – Θεού (σχέση σεβασμού ή φόβου). Η συνομιλία τους μας θυμίζει πιο πολύ παρόμοιους διαλόγους μεταξύ Θεού και Δον Καμίλο. Θα θέλατε να το σχολιάσετε;

Σ.Γ : Γιατί έχω την εντύπωση ότι στην πραγματικότητα η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό μοιάζει με αυτήν του Δον Καμίλο; Όταν προσευχόμαστε, είμαστε πολύ εγωιστές, θέλουμε ο Θεός κάποιες φορές να μας βοηθήσει σε βάρος των άλλων. Λόγου χάρη, όταν ζητάμε τη βοήθεια του Θεού για μία νίκη στο πλαίσιο μιας σύγκρουσης με τον άλλον. Αν ο Θεός βοηθήσει εμάς να νικήσουμε, δεν θα είναι άδικος με τους άλλους; Αυτό δεν νομίζω ότι είναι έκφραση σεβασμού ή φόβου. Και για ποιον λόγο άλλωστε; Γιατί να φοβόμαστε τον Θεό; Δεν θα ήταν καλύτερα να τον εμπιστευόμαστε; Αυτό δεν σημαίνει πίστη; Γιατί μας έχουν διδάξει ότι η πίστη σημαίνει φόβο; Προσωπικά δεν θέλω έναν Θεό που να τον φοβάμαι. Θέλω τον Θεό για να μην φοβάμαι.

Ο παπα-Τρακ είναι ένα δραματικό πρόσωπο στην ιστορία. Οι δοκιμασίες της ζωής και η συμπεριφορά της θεοσεβούμενης κοινωνίας, την οποία υποτίθεται ότι ο ίδιος καθοδηγεί στον δρόμο του Θεού, τον έχουν κάνει να αμφιβάλλει. Ζει μια έντονη υπαρξιακή αγωνία και στην προσπάθειά του να την αντιμετωπίσει φέρνει τον Θεό κοντά του. Επειδή νιώθει ότι ο ίδιος απομακρύνεται από τον Θεό, όντας όμως ένας ιερουργός, αγωνίζεται να κρατήσει την πίστη του. Ο παπάς ζει μία φαντασιακή καθημερινότητα με τον Θεό, τον οποίο νοιάζεται να κρατήσει μέσα του ζεστό -«άναψες τη σόμπα, θα κρυώσεις που βγήκες έξω» κ.λπ. Νομίζω ότι αυτή είναι η ουσία της πίστης, η διαρκής αναζήτηση του Θεού, μια διαλεκτική σχέση με το μέσα μας για την αναζήτηση του Ανώτατου Καλού. Γι’ αυτό κιόλας ο Θεός έδιωξε τον άνθρωπο από τον παράδεισο: ο Θεός δεν είναι δεδομένος, πρέπει να τον αναζητήσουμε.

Λ. Α : Η ιδέα του ποντικιού συμβολίζει κάτι συγκεκριμένο;

Σ. Γ : Τα κρυμμένα κρίματα. Το κομμάτι του εαυτού μας που είναι εξοβελισμένο ως κοινωνικά μιαρό.

Λ.Α :Ο Μηνάς επιλέγει να τελειώσει τη ζωή του μαζί με την Αλγερία. Τη μικρή Ρόρη την αφήνει στον καταυλισμό των τσιγγάνων. Θα είναι πιο ασφαλής εκεί;

Σ.Γ :Αυτό που ήθελε ο Μηνάς ήταν να μείνει το παιδί στη ζωή. Αφήνει το παιδί εκεί μία μέρα γιορτής για τη γειτονιά των τσιγγάνων, μία μέρα γάμου. Ο γάμος είναι ένα πλαίσιο, το οποίο επινόησε η κοινωνία ως έκφραση της συγκατάθεσή μας, της αναγκαιότητας για τη συνέχιση της ζωής.

Λ.Α :Γιατί δε θεωρείτε σημαντικό να μας αποκαλύψετε τον τόπο και τον τρόπο συνάντησης του ζευγαριού;

Σ.Γ :Το συγκεκριμένο ερώτημα νομίζω ότι δεν πρέπει να υφίσταται γιατί απαντάται στο βιβλίο. Σας θυμίζω, στο σημείο εκείνο αποκαλύπτεται και το τι σημαίνει Σεωρή. Αυτό που δεν παρουσιάζεται είναι το διάστημα από εκείνη την πρώτη συνάντηση μέχρι το γάμο τους. Πιστεύω ότι οι ήρωες έχουν δικαίωμα να έχουν τα μυστικά τους. Κανένα πρόσωπο στο βιβλίο δεν φωτίζεται πλήρως.

Λ. Α: Τελικά οι άνθρωποι στις κλειστές κοινωνίες φοβούνται να αναμετρηθούν με το συναίσθημά τους και χτυπούν ό,τι τους κάνει να αισθάνονται εκείνοι μειονεκτικά;

Σ. Γ : Ναι, νομίζω ότι συμβαίνει. Το συναίσθημα της μειονεξίας μπορεί να σε εγκλωβίσει. Το να αναμετρηθείς με τον εαυτό σου δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο. Το να περάσεις από το συναίσθημα της μειονεξίας σε αυτό της υπεροψίας είναι πιο εύκολο. Αντί να εξελιχθείς εσύ ως άνθρωπος, απαξιώνεις τον άλλον. Ψηλώνεις πολύ εύκολα έτσι. Έπειτα, οι κλειστές κοινωνίες επιζητούν την ομοιογένεια για να επιβιώσουν. Και το άτομο μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον επιλέγει συχνά την εξομοίωση για να μην απομονωθεί, για να επιβιώσει. Η Σεωρή θα μπορούσε να είναι ο τόπος του εαυτού μας.

Λ. Α :Tα άλλα πρόσωπα του βιβλίου είναι διαφορετικά όπως όλοι οι άνθρωποι εξάλλου. Γιατί όντας διαφορετικοί αρνούνται όχι μόνο κάθε τι διαφορετικό, αλλά θέλουν και να το καταστρέψουν;

Σ. Γ : Ναι, είναι διαφορετικοί, αλλά κρύβουν τη διαφορετικότητά τους, οτιδήποτε θα κλόνιζε το κοινωνικό τους προφίλ το έχουν καταχωνιάσει. Αυτό που νομίζω ότι τους προκαλεί στην Αλγερία είναι ότι ξέρουν ότι και οι ίδιοι θα μπορούσαν να είναι σαν αυτήν, αλλά δεν το διάλεξαν. Συμβιβάστηκαν για να μπορούν να είναι μέρος του κοινωνικού συνόλου. Τους προκαλεί ότι κάποιος δεν προσπαθεί να γίνει σαν αυτούς. Τους θυμίζει επίσης τον δικό τους εσώτερο εαυτό, τους δείχνει επίσης πόσο καλύτερα θα μπορούσαν να είχαν ζήσει. Κατά συνέπεια, η Αλγερία, ως άνθρωπος που μπορούσε να είναι ο εαυτός του και να είναι ευτυχισμένος, πραγματικά ευτυχισμένος, αποτελεί, χωρίς η ίδια να το θέλει βέβαια, απαξίωση της ζωής τους. Συγκρίνουν τη ζωή τους με τη δική της και ο λογαριασμός είναι… μείον. Ε, πώς να της το συγχωρέσουν!

Λ. Α :Η Σιένα είναι ένα υπαρκτό ή ένα φανταστικό πρόσωπο. Τι αντιπροσωπεύει η ανοδική σκάλα;

Σ. Γ : Για μένα είναι φανταστικό πρόσωπο, για τη Ρόρη όχι, είναι η όμορφη και τρελή γειτόνισσά της, είναι ο φαντασιακός ακροατής της. Όσο για το τι αντιπροσωπεύει η ανοδική σκάλα: το να ακολουθούμε τον δικό μας δρόμο ακόμη κι αν στους άλλους φαίνεται ότι αυτός ο δρόμος δεν οδηγεί πουθενά.

Λ.Α : Στο τέλος του βιβλίου σας λέτε ότι ανάμεσα στους παράγοντες που συντέλεσαν στη γραφή αυτού του βιβλίου ήταν και οι φιλίες σας. Η ιστορία αυτή βασίζεται σε δικές τους εμπειρίες;

Σ.Γ : Χρωστάω πάρα πολλά στους ανθρώπους που αγαπάω, στην οικογένειά μου και στους φίλους μου. Νομίζω ότι και το ότι γράφω το χρωστάω σ’ αυτούς, γιατί αυτοί είναι που με κάνουν να θέλω να αφηγηθώ ιστορίες. Έπειτα, με κάποιον τρόπο -άλλοτε ασυνείδητα, άλλοτε όχι- δικές μου ή δικές τους εμπειρίες, ή εμπειρίες άλλων, λιγότερο οικείων, υπεισέρχονται στην αφήγηση. Σαν ένα παιχνίδι συνενοχής. Εμπνέομαι από τους άλλους, ο κάθε άνθρωπος είναι πολλές καταπληκτικές ιστορίες. Το βιβλίο αυτό το εμπνεύστηκα μέσα από τα συναισθήματα που μοιράστηκε μαζί μου μία φίλη μου, την περίοδο που «αποχαιρετούσε» τον πατέρα της. Η ιστορία του βιβλίου δεν έχει καμία σχέση με τη ζωή της βέβαια, είναι φανταστική. Όπως φανταστικά είναι σχεδόν όλα τα πρόσωπα του βιβλίου. Εκτός από τρία: τη Ματώ, την Ευθυμία και τον Ευριπίδη. Να, πάλι, οι φίλες μου: ενώ έγραφα το βιβλίο, δύο φίλες μού ζήτησαν να γίνουν ηρωίδες στο βιβλίο. Οι ηρωίδες έχουν στοιχεία είτε της εμφάνισής τους (η Ματώ) είτε της ζωής τους (Ευθυμία). Το αίτημά τους έγινε τηλεφωνικά, ήταν ένα παιχνίδι. Τη συνομιλία όμως άκουσε και κάποιος άλλος που ήταν μαζί τους ονόματι Ευριπίδης. Ζήτησε κι αυτός να γίνει ήρωας στο βιβλίο. Δεν τον γνώριζα όμως καθόλου και δεν ένιωθα ελεύθερη να φτιάξω τον συγκεκριμένο ήρωα όπως ήθελα. Δεν μου ταίριαζε κιόλας κανένας κάτοικος του χωριού να λέγεται Ευριπίδης! –να η σχέση μου με τα ονόματα πάλι. Τελικά στο βιβλίο έγινε αυτό που ήθελε στην πραγματικότητα: κάποιος που ζητάει να γίνει ήρωας σε βιβλίο! Μάλιστα, δεν γνώρισα ποτέ τον πραγματικό Ευριπίδη.


Γράφοντας παρεισφρύει η ζωή και η αφήγηση αλλάζει. Όταν έγραφα τη σκηνή που ο Αριστάκος είναι με τον παπά στο γυράδικο, πήρα ένα μήνυμα στο κινητό από μία άλλη φίλη μου, που πάνω-κάτω έγραφε: είμαι σε μια παραλία και διαβάζω για τις ρωμαϊκές βιβλιοθήκες, εσύ πού είσαι με τους ήρωές σου; Της απάντησα: σε ένα γυράδικο, αλλά θα έρθω κι εγώ στην παραλία! Έτσι ο Αριστάκος, ενώ είναι στο γυράδικο, θυμάται το πώς σε μια παραλία κάποια γυναίκα του χάρισε ένα βιβλίο που έγραφε για τις ρωμαϊκές βιβλιοθήκες. Όταν δε, ξεκίνησα να γράφω για τον Γιάνναρο, άνοιξα το ραδιόφωνο - ήταν η μοναδική φορά που είπα να ακούσω μουσική από το ραδιόφωνο, τον υπόλοιπο καιρό άκουγα, τις άλλες μουσικές που αναφέρω, οι οποίες ήταν αποθηκευμένες στον υπολογιστή. Μόλις άνοιξα το ραδιόφωνο άκουσα τη φωνή του Στράτου Διονυσίου. Μου άλλαξε τη διάθεση. Είπα λοιπόν, ο ήρωας αυτός θα είναι ένας τύπος λαϊκός, ένας αμετανόητος γλεντζές, ένας Γιάνναρος. Αν άκουγα όπερα, μπορεί να ονομαζόταν και Ιωάννης. Και μάλλον δεν θα ήτανε φορτηγατζής. Ίσως. Μπορεί βέβαια να ήταν κι ένας ακόμη πιο ενδιαφέρων φορτηγατζής! Που, ας πούμε, θα άκουγε κρυφά όπερα στο φορτηγό! (Χμ! Σαν καλύτερο μου φαίνεται!)

- Από πού εμπνευστήκατε την ιδέα να μην ακολουθήσετε την χρονολογική

σειρά της ιστορίας;

Από το γεγονός ότι όταν η μνήμη ανασκαλεύεται, οι αναμνήσεις δεν ανακύπτουν ακολουθώντας τη χρονολογική σειρά των βιωμάτων. Ανακαλούμε σχεδόν πάντα τα γεγονότα στη μνήμη μας με άτακτη σειρά, ανάλογα με την ένταση των συναισθημάτων που τα συνοδεύουν, ανάλογα με την αιτία της απώθησής τους στη λήθη. Το χιόνι που καλύπτει τη Σεωρή εκείνη την ημέρα του Φεβρουαρίου, που αναμένεται η επιστροφή της Ρόρης, θα μπορούσε να είναι το παγωμένο άσπρο της λήθης. Ο παπάς που κινείται στους χιονισμένους δρόμους, σαν μαύρος λεκές που απλώνεται στο άσπρο, αναμοχλεύει τη μνήμη των κατοίκων. Όταν ολοκληρωθεί η αφήγηση της ιστορίας το χιόνι αρχίζει να λιώνει. Σε κάποιο σημείο ο παπάς αναρωτιέται μήπως ήταν ο ίδιος όλο κι όλο ένας μαύρος λεκές «από μαύρο γράσο ας πούμε». Σήμερα θα έγραφα «από μαύρο μελάνι», σαν τα γράμματα σε μια λευκή σελίδα. Η γραφή είναι ένας τρόπος αναμόχλευσης της μνήμης. Λειτουργεί ενάντια στη λήθη. Βέβαια αυτές οι αναλογίες δεν είναι απαραίτητο να εκληφθούν από τον αναγνώστη για την κατανόηση της ιστορίας. Απλά, δοθείσης της ευκαιρίας, σας μιλάω για κάποια πράγματα που με απασχολούσαν ενώ έγραφα το βιβλίο, κι έχουν μέσα μου μια ιδιαίτερη σημασία, είναι αν θέλετε, οι δικοί μου κώδικες μέσα στο κείμενο, τα δικά μου στοιχεία συνενοχής με αυτό.


- Παρατηρήσαμε ότι στο βιβλίο υπήρχε τακτική εναλλαγή χρονικών
ενοτήτων ανά δυο κεφάλαια. Υπήρξε σχέδιο ή σας προέκυψε τυχαία;

Η χρονική εναλλαγή είναι σαν το εκκρεμές στο ρολόι του Γιάνναρου: αριστερά (πίσω-παρελθόν), δεξιά (μπροστά-παρόν). Όλα πάνε ρολόι. Αν προσέξετε όμως, η εναλλαγή αυτή δεν είναι και τόσο τακτική έως το τέλος της αφήγησης. Κάποιες φορές είναι διαδοχικά τα κεφάλαια του παρελθόντος: όλα πάνε ρολόι - ή σχεδόν!

-Ποιους συγγραφείς διαβάζετε;

Δεν είμαι αφοσιωμένη σε κάποιους συγγραφείς, καλώς ή κακώς. Δεν διαβάζω πια πολύ πεζογραφία. Έχω μια ιδιαίτερη αγάπη για την ποίηση, από τον Αλκμάνα και τον Όμηρο μέχρι τα δημοτικά τραγούδια, τους σουρεαλιστές και τους σύγχρονους ποιητές. Με ενδιαφέρουν επίσης πολύ οι μελέτες γύρω από την ιστορία, την αρχαιολογία, την ιστορία της τέχνης και την ανθρωπολογία.


Σας ευχαριστώ πολύ για τις τόσο ενδιαφέρουσες ερωτήσεις, κυρίως όμως για τη διάθεσή σας να συζητήσουμε για το βιβλίο.

Και μεις σε ευχαριστούμε Στυλιάνα για το ταξίδι που μας χάρισες στον κόσμο της Σεωρής, του Μηνά και της Αλγερίας, της Ρόρης και του παπα-Tρακ!

3 σχόλια:

Διονύσης Μάνεσης είπε...

Μου προκύπτει εξαιρετικά γοητευτικό, όταν έχω δεθεί με ένα βιβλίο, να μου δίνεται η δυνατότητα να μπω στο ... εργαστήρι παραγωγής του. Ήδη είχα δει με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τη σελίδα στο βιβλίο όπου η συγγραφέας δίνει κάποια στοιχεία για τις συνθήκες της συγγραφής του.
Κι αυτό μού σημαίνει πως η Αλγερία, η Ρόρη, ο Μηνάς, ήταν ζωντανά πρόσωπα, σχετίστηκα, τρόπον τινά, μαζί τους. Τώρα, διαβάζοντας το διάλογο με τη συγγραφέα, είναι σα να τους είδα κι από κοντά, βρε, βρε, η Ρόρη κλπ..
Πάνε κάποιοι μνήνες απ' την ανάγνωση. Και τώρα που διαβάζω γι' αυτό συνειδητοποιώ πόση ένταση είχε αυτό το κείμενο. Σαν τα όνειρα που "καρφώνονται" στη νυσταλέα μνήμη, σε αντίθεση με τον κανόνα.
Ζηλεύω τη λέσχη σας που το έκανε φύλλο φτερό και ενώθηκε γύρω απ' αυτό, (άντε, με την καλή έννοια:-)...) τη συγγραφέα, που δημιούργησε αυτό τον κόσμο, και την ευγνωμονώ ταυτόχρονα, που έτσι απλά και απροσποίητα μοιράζεται τα μυστικά της μαζί μας.
Να είστε καλά όλοι.

οι μαθητές του Γ3 και Γ4 είπε...

Θα συμφωνήσω μαζί σου Διονύση! Το βιβλίο αυτό με ταξίδεψε τόσο όμορφα όσο και η "συνέντευξη" της Στυλιάνας. Ύπήρξαν σημεία του βιβλίου που "καρφώθηκαν" στο μυαλό μου και τα ανασύρω αρκετά συχνά.Ιδιαίτερα οι συζητήσεις του παπα- Τρακ με το Θεό...Θα ήθελα να ευχαριστήσω για άλλη μια φορά τη Στυλιάνα, που δέχτηκε να απαντήσει στις ερωτήσεις μας - αφιερώνοντας αρκετό από τον πολύτιμο χρόνο της.

Στυλιάνα Γκαλινίκη είπε...

ραβήξτε (με ψηφιακή μηχανή ή κινητό) τον εαυτό σας, τους φίλους ή τη λέσχη σας με το βιβλίο
της Στυλιάνας Γκαλινίκη
"ΌΛΑ ΠΑΝΕ ΡΟΛΟΪ (ή σχεδόν)" -εκδόσεις ΜΕΛΑΝΙ-
και πάρτε μέρος στην έκθεση με θέμα τους αναγνώστες του βιβλίου.
Αν τις στείλετε μέχρι το Σάββατο στις 12 το μεσημέρι στο
styliana.galiniki@gmail.com,
οι φωτογραφίες σας θα προβληθούν ψηφιακά
στις 19.1.2010, ώρα 8 μ.μ.-ημέρα της παρουσίασης του βιβλίου στον ΙΑΝΟ -Αριστοτέλους, Θεσσαλονίκη- .
ΚΛΙΚ!