Τετάρτη 25 Μαρτίου 2015

Αντί στεφάνου ή Αντί Στεφάνου;

Αντί στεφάνου ή Αντί Στεφάνου; Ο Γιάννης Μακριδάκης παίζει με τη γλώσσα και παραδίδει μια ευσύνοπτη νουβέλα κλείνοντας το μάτι στον αναγνώστη.

 «Δεν ευδοκίμησε τελικά ως νεκροθάφτης στη θέση του Ευταξία ο Στέφανος ο Λαδικός. Μοναχά μιά κηδεία πρόλαβε να διεκπεραιώσει και αυτή ήταν της μητέρας του. Διότι η Πάτρα, εκ του Κλεοπάτρα, Λαδικού, το γένος Κουμά, η επονομαζόμενη και Ξυλαγγούρω κάποτε, όταν ήταν ακμαία, υπο των ζηλοφθόνων γυναικών της μικράς νήσου, απεβίωσε αιφνιδίως σε ηλικία 66 ετών, πιθανότατα από ανακοπή καρδιάς σύμφωνα με την γνωμάτευση του αγροτικού γιατρού, τρεις μόλις μέρες αφότου ανέλαβε καθήκοντα εντός νεκροταφείου ο μοναχογιός της.»

Αυτές είναι οι τρείς πρώτες προτάσεις του βιβλίου και σε εισάγουν αμέσως χωρίς περιττές φλυαρίες στο θέμα του. Ο Στέφανος, ο αποσυνάγωγος της μικρής κοινωνίας του χωριού-του οποιοδήποτε μικρού χωριού- γίνεται νεκροθάφτης του χωριού με τη μεσολάβηση του θείου εξ Αμερικής. Ωστόσο είναι γραφτό του να μη στεριώσει στη θέση αυτή και η μόνη κηδεία που θα διεκπεραιώσει είναι αυτή της μητέρας του. Από κει και πέρα η ιστορία εκτυλίσσεται με κωμικοτραγικό τρόπο που αποδίδει ανάγλυφα τη συντηρητική κοινωνία και το πώς αντιμετωπίζει τον ιδιαίτερο άνθρωπο, τον άνθρωπο που διαφέρει από τους άλλους που αποτελεί το μαύρο πρόβατο του μικρού κοινωνικού κύκλου της κοινότητας.

Η συζήτηση που ακολούθησε την ανάγνωση του νέου του βιβλίου υπήρξε ιδιαιτέρως θυελλώδης αφού οι απόψεις μας διχάστηκαν από την αρχή. Η Κατερίνα, η Τασία, η Αρετή και η Μαρία βρήκαν μέτριο το βιβλίο και άνευ ουσιαστικού θέματος σε αντίθεση με την Ιωσηφίνα και την υποφαινόμενη. Η Κατερίνα- η οποία έχει διαβάσει όλα τα έργα του συγγραφέα - αρχικά μας μίλησε για τις αρετές του βιβλίου (ευφυής τίτλος, γλωσσική αρτιότητα, διάθεση σαρκασμού και αυτοσαρκασμού) αλλά όπως είπε η ίδια βρήκε ότι το βιβλίο δεν είχε κανένα θέμα και ότι ο συγγραφέας δημιούργησε εκ του μη όντος ένα βιβλίο προκειμένου να διαπιστώσει αν μπορεί να γράψει. Συγκεκριμένα μοιάζει να σημείωσε τα πρόσωπα του βιβλίου και να μοίρασε τους ρόλους του, να ξεχώρισε από την αρχή ποια θέση θα είχε ο καθένας στο βιβλίου , ένα βιβλίο κατά παραγγελία. Με την άποψη της Κατερίνας συντάχτηκε και η Τασία η οποία βρήκε σχοινοτενή το λόγο του βιβλίου και μέτριο το περιεχόμενο του. Η Αρετή – η οποία μας είπε ότι δεν έχει διαβάσει κανένα άλλο βιβλίο του συγγραφέα- συμφώνησε και αυτή ότι το θέμα του βιβλίου ήταν ανύπαρκτο και ότι το μόνο που ήθελε να δηλωθεί ήταν οι ιδέες του συγγραφέα και ότι δεν πρωτοτύπησε στην παρουσίαση του «τρελού» του χωριού. Το ίδιο κα η Μαρία που πέραν της γλώσσας δε βρήκε κάποια ιδιαίτερη αρετή στο βιβλίο. Ο συγγραφέας θέλησε να παρουσιάσει τις δικές του οικολογικές, βιολογικές απόψεις και την δική του φιλοσοφία στο βιβλίο. Πράγμα το οποίο κάνει τα τελευταία χρόνια και μέσα από το ιστολόγιο του.

Στο αντίθετο στρατόπεδο, η Ιωσηφίνα και γω υποστηρίξαμε την επιτυχή επιλογή της γλώσσας (μοιάζει να περιπαίζει την απολιθωμένη συντηρητική κοινωνία του χωριού, μια καθαρεύουσα κατ επιλογή) η οποία ρέει και δε σου επιτρέπει να αφήσεις το βιβλίο από το χέρι σου. Μπορεί για κάποιους να είναι δυσνόητη ή ακόμα ακόμα και κακή επιλογή από το συγγραφέα αλλά αποδεικνύει το γλωσσικό αισθητήριο του Μακριδάκη (ο οποίος ειρήσθω εν παρόδω δεν έχει κάνει φιλολογικές σπουδές). Ο λόγος είναι μεστός και καίριος και δεν διαθέτει φιοριτούρες. Η σαρκαστική και κωμική διάσταση του θέματος αποδίδεται με γλαφυρότητα ακριβώς εξαιτίας της γλώσσας. Η Ιωσηφίνα εστίασε ιδιαίτερα στην ρεαλιστική απεικόνιση της μικρής κοινωνίας με το κουτσομπολιό, τη στενότητα των αντιλήψεων αλλά και την αδυναμία της να αποδεχτεί το Στέφανο ως φορέα νέων(;) αντιλήψεων. Μια κοινωνία που μπορεί να είναι στενά προσκολλημένη στο παρελθόν αλλά αφήνεται στην επίδραση του καταναλωτισμού και του φαίνεσθαι (θαυμασμός για το μεγαλοπρεπές ταφικό μνημείο του αδελφού εξ Αμερικής λες και αποδείκνυε τη μέγιστη αγάπη για την αδελφή και τους γονείς).

 Η προσωπική μου άποψη ταυτίζεται με αυτή της Ιωσηφίνας. Το θέμα του βιβλίου είναι απολύτως υπαρκτό και δεν έχει να κάνει μόνο με το πώς αντιμετωπίζει η κάθε είδους μικρή κοινωνία το διαφορετικό αλλά και το κατά πόσο είναι έτοιμη να δεχτεί ό,τι διαφέρει χωρίς να ενοχλεί η να διαταράσσει τις νόρμες της. Οι παλαιότερες γενιές , πιο εξοικειωμένες με το θάνατο , ο οποίος ήταν μέσα στην καθημερινότητα τους, δεν τον είχαν ανάγει σε ύψιστη κοινωνική εκδήλωση. Ο θάνατος ήταν φυσική κατάληξη της ζωής και έτσι αντιμετωπιζόταν. Η σημερινή κοινωνία αντιμετωπίζει τα θάνατο με φόβο και απέχει και των γηρατειών λανσάροντας σκευάσματα νεότητας και τρόπος επιμήκυνσης των νιάτων. Επόμενο είναι ο θάνατος να μην αποτελεί φυσική συνέχεια της ζωής αλλά συμφορά.Οι μαρμάρινοι τάφοι και η επίδειξη κοσμικότητας ακόμα και στο θάνατο είναι απότοκα της καταναλωτικής κοινωνίας. Επιπλέον η βιοκαλλιέργεια και η προσπάθεια για επάνοδο στο φυσικό τρόπο καλλιέργειας της γης δεν είναι μόνο προσωπική σημαία του Γιάννη. Ο Γιάννης ο Μακριδάκης απεικονίζει σαφώς τη δική του βιοθεωρία στο βιβλίο του η οποία τυγχάνει όμως να είναι θεωρία ζωής και πολλών άλλων ανθρώπων.

 Και επειδή λίαν προσφάτως διάβασα μια κριτική της Σοφίας της Λαμπίκη για το βιβλίο του Γιάννη αντιγράφω τα λόγια της σχετικά με το θέμα της αφόδευσης –το οποίο έχει συνταράξει(!) πολύ κόσμο. «…Τελικά ο ήρωας Στέφανος επί ποίου τάφου αφοδεύει; Αφοδεύει επί του τάφου της μητρός του, ήδη νεκρής σωματικά ,ή αφοδεύει πάνω στους τάφους, καθαρούς, πενταγυάλιστους, απαστράπτοντες της μίζερης ζωής των ζωντανών της κοινωνίας μας που είναι ήδη νεκροί στην καρδιά και το μυαλό αλλά κανείς δεν τους το’ πε ακόμα; Νομίζω πως ως άλλος Μπορίς Βιάν, ο Γιάννης Μακριδάκης δεν φωνάζει «Θα φτύσω στους τάφους σας» αλλά «Θα αφοδεύσω στους τάφους σας»

 Γιώτα Κεφαλά