Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2009

Η Στυλιάνα Γκαλινίκη απαντά στις ερωτήσεις μας


Το βιβλίο της Στυλιάνας Γκαλινίκη "Όλα πάνε ρολόΐ ή σχεδόν" ήταν αυτό που διαβάσαμε και συζητήσαμε το μήνα Νοέμβρη. Η Στυλιάνα Γκαλινίκη , δέχτηκε να μας απαντήσει σε μια σειρά από ερωτήσεις, που προέκυψαν κατά την ανάγνωση του μυθιστορήματος της, και την ευχαριστούμε γι' αυτό! Ήταν μια απολαυστική "συνέντευξη", αν και έγινε με τη βοήθεια του διαδικτύου και απουσίαζε η άμεση επαφή. Καλή ανάγνωση!

Λ. Α :Αυτό είναι το δεύτερο βιβλίο σας. Μετά το πρώτο βιβλίο σας , που ήταν μια συλλογή διηγημάτων, προχωρήσατε στην έκδοση ενός μυθιστορήματος. Ήταν εύκολη η μετάβαση από το ένα είδος στο άλλο;

Σ.Γ : Ομολογώ ότι δεν μου ήταν εύκολο γιατί κιόλας είχα να γράψω πολλά χρόνια. Από την άλλη, είχα να αναμετρηθώ με μία εκτενέστερη αφήγηση. Το διήγημα μου αρέσει σαν είδος γιατί ο λόγος είναι πιο συμπυκνωμένος, μπορείς ακόμη να αποφορτιστείς από τις σκέψεις που σε διακατέχουν πιο άμεσα, ίσως και με μεγαλύτερη σφοδρότητα. Το διήγημα μπορεί να είναι πιο στακάτο. Όμως από την άλλη το μυθιστόρημα έχει περισσότερο ενδιαφέρον ως νοητική άσκηση. Επίσης, νομίζω ότι γράφοντας μυθιστόρημα υπολογίζεις πιο πολύ τον αναγνώστη. Θέλεις να τον ταξιδέψεις, να τον παιδέψεις, οπωσδήποτε όμως να τον κρατήσεις μέχρι το τέλος. Σε νοιάζει πιο πολύ να τον κερδίσεις. Με το διήγημα πετάς το γάντι. Αν δεν το μαζέψει ο αναγνώστης με το ένα διήγημα, ίσως το κάνει διαβάζοντας το επόμενο μιας συλλογής. Στο μυθιστόρημα συνομιλείς πιο πολύ με τον αναγνώστη. Τον οδηγείς σε ένα λαβύρινθο, αλλά πρέπει να τον δελεάζεις κάθε τόσο να συνεχίσει.

Λ.Α: Η οικογένεια σας σας στήριξε στη συγγραφική σας προσπάθεια;

Σ.Γ: Πάρα πολύ, αλλά με έναν τρόπο που δεν περιγράφεται. Με στηρίζει σε κάθε προσπάθειά μου και θέλω να νιώθουν κι εκείνοι το ίδιο από μένα. Δεν είναι κιόλας αυτονόητο το να σε στηρίζουν οι άνθρωποι με τους οποίους δένεσαι με αγάπη; Αν δεν είχα την οικογένεια που έχω, μπορεί να μην έγραφα κιόλας. Από την άλλη, δεν είναι και το πιο σημαντικό γεγονός της ζωής μου το γράψιμο. Ευτυχώς.

Λ.Α : Γιατί η επιλογή των παράξενων ονομάτων (π.χ. Αλγερία). Έχει κάποια σχέση με τα μηνύματα που θέλετε να δώσετε; Πρόκειται για λογοπαίγνιο;

Σ. Γ : Το όνομα Αλγερία μου βγήκε πολύ αυθόρμητα. Δεν ξέρω πώς και γιατί. Μου άρεσε. Σκέφτηκα ότι είναι πολύ ωραίο όνομα για άνθρωπο, όχι μόνο για χώρα. Και ότι θα ήταν πολύ ωραίο να έχει κάποιος όνομα χώρας. Με πήγε τελικά με έναν ιδιαίτερο τρόπο αυτό το όνομα μέσα στην αφήγηση. Από την άλλη επειδή είχα αποφασίσει το όνομα Σεωρή –αυτό ήταν αποτέλεσμα προσπάθειας γιατί είχα αποφασίσει να είναι ένας επινοημένος τόπος και το όνομα, όποιο κι αν ήτανε, ή έπρεπε να μη σημαίνει τίποτα, ή έπρεπε να σημαίνει οπωσδήποτε κάτι- πολύ γρήγορα συνειδητοποίησα ότι μπορούσαν να γίνουν ανάλογα λογοπαίγνια και με το όνομα Αλγερία. Πάντως τα πρόσωπα έχουν τα ονόματα που έχουν γιατί, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, δεν μπορούν να έχουν άλλο όνομα. Άλλο Γιώργος, άλλο Γιώργης. Δεν μου ταίριαζε να λέγεται Γιώργος ο αδελφός του Μηνά, αλλά Γιώργης. Σχεδόν κανένα όνομα δεν προσπάθησα να το επινοήσω. Μου προέκυψε αυθόρμητα. Αλλά, σίγουρα τα ονόματα έχουν μια σημασία για μένα, απλά δεν ξέρω ποια είναι. Ίσως έχει να κάνει με τη μουσικότητα που έχει το καθένα ή με ασυνείδητες νοηματοδοτήσεις. Αυτό που με νοιάζει είναι το όνομα να με πηγαίνει, εμένα, κάπου. Νομίζω λ.χ. ότι ποτέ δεν θα έγραφα για κάποια γυναίκα που την λένε Λίζα -το βρίσκω για όνομα γυναίκας σαχλό, «δήθεν» αριστοκρατικό, αλλά θα μου άρεσε να λένε έτσι μια πολυθρόνα! (Ξέρω ανθρώπους που από χιουμοριστική διάθεση δίνουν ανθρώπινα ονόματα στα αντικείμενα. Μου αρέσει αυτό το παιχνίδι της οικειοποίησης των αντικειμένων και ταυτόχρονα της ανατροπής των νοημάτων με τρόπο τέτοιο που να αποκαλύπτονται τα πραγματικά νοήματα – αν ας πούμε ο κακομοίρης γείτονας μιας δήθεν αριστοκράτισσας, που το όνομά της δεν μας ενδιαφέρει, αποκαλεί την πολυθρόνα του Λίζα, κάτι δείχνει για τον κακομοίρη και την αριστοκράτισσα, ίσως και για την πολυθρόνα.)

Λ. Α :Το σύντομο ταξίδι του Μηνά παίζει κάποιο ρόλο στην ωρίμανση του χαρακτήρα του; (Ειδικά αν σκεφτούμε ότι στη λογοτεχνία το ταξίδι αντιπροσωπεύει πάντα μια αναγκαία διαδικασία γνώσης).

Σ.Γ. : Όχι δεν νομίζω ότι ωρίμασε ο Μηνάς στο ταξίδι εκείνο. Αλλά τι είναι η ωριμότητα; Είναι μια ατέρμονη διαδικασία νομίζω, η οποία δεν με απασχολεί. Θέλω να πω ότι ζητούμενο είναι να γνωρίσεις τον εαυτό σου, να είσαι καλά με το μέσα σου. Τώρα αυτό αν λέγεται ωριμότητα ή όχι, δεν με ενδιαφέρει. Συνήθως η ωριμότητα είναι ένας χαρακτηρισμός που αποδίδουν ή δεν αποδίδουν οι άλλοι για σένα. Πιστεύω ότι οι περισσότεροι θα χαρακτήριζαν τον Μηνά ανώριμο, που εγκατέλειψε το παιδί του, που ζούσε σε ένα σπίτι όπου κορδέλες κρέμονταν στα παραθυρόφυλλα και στον τοίχο φύλλο-φύλλο αναπτυσσόταν το Δέντρο του Κόσμου. Το ταξίδι του Μηνά ήταν η ζωή με την Αλγερία. Γι’ αυτό διάλεξε να πεθάνει. Το ταξίδι είχε τελειώσει και δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω. Δεν υπήρχε άλλος τόπος γι’ αυτόν.

Λ.Α : Η προσωπικότητα της Αλγερίας είναι αναπόφευκτο αποτέλεσμα της πολιτιστικής και οικογενειακής της κληρονομιάς ή είναι άνθρωπος που έχει ξεπεράσει κάθε κοινωνική δέσμευση και έχει κατακτήσει την ελευθερία του πνεύματος;

Σ.Γ : Το ένα δεν αποκλείει το άλλο, μάλλον θα έλεγα ότι σχετίζονται. Η Αλγερία δεν εμφανίζεται ως ένας άνθρωπος που έχει ξεπεράσει κάθε κοινωνική δέσμευση, δεν είναι νομίζω αυτό που τη χαρακτηρίζει. Θα έλεγα περισσότερο ότι είναι ένας άνθρωπος καλός και σοφός, που δεν την απασχολούν οι κοινωνικές συμβάσεις, αλλά η ουσία των πραγμάτων. Η Αλγερία δεν προσπάθησε να ανατρέψει τίποτα. Κράτησε μία στάση σιωπής για να αφουγκράζεται αυτό που οι άλλοι μέσα τους πίστευαν ότι είχαν κάνει να σωπάσει. Η Αλγερία «ήξερε». Και δεν επιδίωξε να διαφέρει, αλλά διέφερε. Διέφερε επειδή δεν θυσίασε τον εαυτό της για να έχει την κοινωνική αποδοχή.

Λ. Α : Η σχέση του παπά – Τρακ με το Θεό δεν εμφανίζεται ως η συνηθισμένη σχέση ανθρώπου – Θεού (σχέση σεβασμού ή φόβου). Η συνομιλία τους μας θυμίζει πιο πολύ παρόμοιους διαλόγους μεταξύ Θεού και Δον Καμίλο. Θα θέλατε να το σχολιάσετε;

Σ.Γ : Γιατί έχω την εντύπωση ότι στην πραγματικότητα η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό μοιάζει με αυτήν του Δον Καμίλο; Όταν προσευχόμαστε, είμαστε πολύ εγωιστές, θέλουμε ο Θεός κάποιες φορές να μας βοηθήσει σε βάρος των άλλων. Λόγου χάρη, όταν ζητάμε τη βοήθεια του Θεού για μία νίκη στο πλαίσιο μιας σύγκρουσης με τον άλλον. Αν ο Θεός βοηθήσει εμάς να νικήσουμε, δεν θα είναι άδικος με τους άλλους; Αυτό δεν νομίζω ότι είναι έκφραση σεβασμού ή φόβου. Και για ποιον λόγο άλλωστε; Γιατί να φοβόμαστε τον Θεό; Δεν θα ήταν καλύτερα να τον εμπιστευόμαστε; Αυτό δεν σημαίνει πίστη; Γιατί μας έχουν διδάξει ότι η πίστη σημαίνει φόβο; Προσωπικά δεν θέλω έναν Θεό που να τον φοβάμαι. Θέλω τον Θεό για να μην φοβάμαι.

Ο παπα-Τρακ είναι ένα δραματικό πρόσωπο στην ιστορία. Οι δοκιμασίες της ζωής και η συμπεριφορά της θεοσεβούμενης κοινωνίας, την οποία υποτίθεται ότι ο ίδιος καθοδηγεί στον δρόμο του Θεού, τον έχουν κάνει να αμφιβάλλει. Ζει μια έντονη υπαρξιακή αγωνία και στην προσπάθειά του να την αντιμετωπίσει φέρνει τον Θεό κοντά του. Επειδή νιώθει ότι ο ίδιος απομακρύνεται από τον Θεό, όντας όμως ένας ιερουργός, αγωνίζεται να κρατήσει την πίστη του. Ο παπάς ζει μία φαντασιακή καθημερινότητα με τον Θεό, τον οποίο νοιάζεται να κρατήσει μέσα του ζεστό -«άναψες τη σόμπα, θα κρυώσεις που βγήκες έξω» κ.λπ. Νομίζω ότι αυτή είναι η ουσία της πίστης, η διαρκής αναζήτηση του Θεού, μια διαλεκτική σχέση με το μέσα μας για την αναζήτηση του Ανώτατου Καλού. Γι’ αυτό κιόλας ο Θεός έδιωξε τον άνθρωπο από τον παράδεισο: ο Θεός δεν είναι δεδομένος, πρέπει να τον αναζητήσουμε.

Λ. Α : Η ιδέα του ποντικιού συμβολίζει κάτι συγκεκριμένο;

Σ. Γ : Τα κρυμμένα κρίματα. Το κομμάτι του εαυτού μας που είναι εξοβελισμένο ως κοινωνικά μιαρό.

Λ.Α :Ο Μηνάς επιλέγει να τελειώσει τη ζωή του μαζί με την Αλγερία. Τη μικρή Ρόρη την αφήνει στον καταυλισμό των τσιγγάνων. Θα είναι πιο ασφαλής εκεί;

Σ.Γ :Αυτό που ήθελε ο Μηνάς ήταν να μείνει το παιδί στη ζωή. Αφήνει το παιδί εκεί μία μέρα γιορτής για τη γειτονιά των τσιγγάνων, μία μέρα γάμου. Ο γάμος είναι ένα πλαίσιο, το οποίο επινόησε η κοινωνία ως έκφραση της συγκατάθεσή μας, της αναγκαιότητας για τη συνέχιση της ζωής.

Λ.Α :Γιατί δε θεωρείτε σημαντικό να μας αποκαλύψετε τον τόπο και τον τρόπο συνάντησης του ζευγαριού;

Σ.Γ :Το συγκεκριμένο ερώτημα νομίζω ότι δεν πρέπει να υφίσταται γιατί απαντάται στο βιβλίο. Σας θυμίζω, στο σημείο εκείνο αποκαλύπτεται και το τι σημαίνει Σεωρή. Αυτό που δεν παρουσιάζεται είναι το διάστημα από εκείνη την πρώτη συνάντηση μέχρι το γάμο τους. Πιστεύω ότι οι ήρωες έχουν δικαίωμα να έχουν τα μυστικά τους. Κανένα πρόσωπο στο βιβλίο δεν φωτίζεται πλήρως.

Λ. Α: Τελικά οι άνθρωποι στις κλειστές κοινωνίες φοβούνται να αναμετρηθούν με το συναίσθημά τους και χτυπούν ό,τι τους κάνει να αισθάνονται εκείνοι μειονεκτικά;

Σ. Γ : Ναι, νομίζω ότι συμβαίνει. Το συναίσθημα της μειονεξίας μπορεί να σε εγκλωβίσει. Το να αναμετρηθείς με τον εαυτό σου δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο. Το να περάσεις από το συναίσθημα της μειονεξίας σε αυτό της υπεροψίας είναι πιο εύκολο. Αντί να εξελιχθείς εσύ ως άνθρωπος, απαξιώνεις τον άλλον. Ψηλώνεις πολύ εύκολα έτσι. Έπειτα, οι κλειστές κοινωνίες επιζητούν την ομοιογένεια για να επιβιώσουν. Και το άτομο μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον επιλέγει συχνά την εξομοίωση για να μην απομονωθεί, για να επιβιώσει. Η Σεωρή θα μπορούσε να είναι ο τόπος του εαυτού μας.

Λ. Α :Tα άλλα πρόσωπα του βιβλίου είναι διαφορετικά όπως όλοι οι άνθρωποι εξάλλου. Γιατί όντας διαφορετικοί αρνούνται όχι μόνο κάθε τι διαφορετικό, αλλά θέλουν και να το καταστρέψουν;

Σ. Γ : Ναι, είναι διαφορετικοί, αλλά κρύβουν τη διαφορετικότητά τους, οτιδήποτε θα κλόνιζε το κοινωνικό τους προφίλ το έχουν καταχωνιάσει. Αυτό που νομίζω ότι τους προκαλεί στην Αλγερία είναι ότι ξέρουν ότι και οι ίδιοι θα μπορούσαν να είναι σαν αυτήν, αλλά δεν το διάλεξαν. Συμβιβάστηκαν για να μπορούν να είναι μέρος του κοινωνικού συνόλου. Τους προκαλεί ότι κάποιος δεν προσπαθεί να γίνει σαν αυτούς. Τους θυμίζει επίσης τον δικό τους εσώτερο εαυτό, τους δείχνει επίσης πόσο καλύτερα θα μπορούσαν να είχαν ζήσει. Κατά συνέπεια, η Αλγερία, ως άνθρωπος που μπορούσε να είναι ο εαυτός του και να είναι ευτυχισμένος, πραγματικά ευτυχισμένος, αποτελεί, χωρίς η ίδια να το θέλει βέβαια, απαξίωση της ζωής τους. Συγκρίνουν τη ζωή τους με τη δική της και ο λογαριασμός είναι… μείον. Ε, πώς να της το συγχωρέσουν!

Λ. Α :Η Σιένα είναι ένα υπαρκτό ή ένα φανταστικό πρόσωπο. Τι αντιπροσωπεύει η ανοδική σκάλα;

Σ. Γ : Για μένα είναι φανταστικό πρόσωπο, για τη Ρόρη όχι, είναι η όμορφη και τρελή γειτόνισσά της, είναι ο φαντασιακός ακροατής της. Όσο για το τι αντιπροσωπεύει η ανοδική σκάλα: το να ακολουθούμε τον δικό μας δρόμο ακόμη κι αν στους άλλους φαίνεται ότι αυτός ο δρόμος δεν οδηγεί πουθενά.

Λ.Α : Στο τέλος του βιβλίου σας λέτε ότι ανάμεσα στους παράγοντες που συντέλεσαν στη γραφή αυτού του βιβλίου ήταν και οι φιλίες σας. Η ιστορία αυτή βασίζεται σε δικές τους εμπειρίες;

Σ.Γ : Χρωστάω πάρα πολλά στους ανθρώπους που αγαπάω, στην οικογένειά μου και στους φίλους μου. Νομίζω ότι και το ότι γράφω το χρωστάω σ’ αυτούς, γιατί αυτοί είναι που με κάνουν να θέλω να αφηγηθώ ιστορίες. Έπειτα, με κάποιον τρόπο -άλλοτε ασυνείδητα, άλλοτε όχι- δικές μου ή δικές τους εμπειρίες, ή εμπειρίες άλλων, λιγότερο οικείων, υπεισέρχονται στην αφήγηση. Σαν ένα παιχνίδι συνενοχής. Εμπνέομαι από τους άλλους, ο κάθε άνθρωπος είναι πολλές καταπληκτικές ιστορίες. Το βιβλίο αυτό το εμπνεύστηκα μέσα από τα συναισθήματα που μοιράστηκε μαζί μου μία φίλη μου, την περίοδο που «αποχαιρετούσε» τον πατέρα της. Η ιστορία του βιβλίου δεν έχει καμία σχέση με τη ζωή της βέβαια, είναι φανταστική. Όπως φανταστικά είναι σχεδόν όλα τα πρόσωπα του βιβλίου. Εκτός από τρία: τη Ματώ, την Ευθυμία και τον Ευριπίδη. Να, πάλι, οι φίλες μου: ενώ έγραφα το βιβλίο, δύο φίλες μού ζήτησαν να γίνουν ηρωίδες στο βιβλίο. Οι ηρωίδες έχουν στοιχεία είτε της εμφάνισής τους (η Ματώ) είτε της ζωής τους (Ευθυμία). Το αίτημά τους έγινε τηλεφωνικά, ήταν ένα παιχνίδι. Τη συνομιλία όμως άκουσε και κάποιος άλλος που ήταν μαζί τους ονόματι Ευριπίδης. Ζήτησε κι αυτός να γίνει ήρωας στο βιβλίο. Δεν τον γνώριζα όμως καθόλου και δεν ένιωθα ελεύθερη να φτιάξω τον συγκεκριμένο ήρωα όπως ήθελα. Δεν μου ταίριαζε κιόλας κανένας κάτοικος του χωριού να λέγεται Ευριπίδης! –να η σχέση μου με τα ονόματα πάλι. Τελικά στο βιβλίο έγινε αυτό που ήθελε στην πραγματικότητα: κάποιος που ζητάει να γίνει ήρωας σε βιβλίο! Μάλιστα, δεν γνώρισα ποτέ τον πραγματικό Ευριπίδη.


Γράφοντας παρεισφρύει η ζωή και η αφήγηση αλλάζει. Όταν έγραφα τη σκηνή που ο Αριστάκος είναι με τον παπά στο γυράδικο, πήρα ένα μήνυμα στο κινητό από μία άλλη φίλη μου, που πάνω-κάτω έγραφε: είμαι σε μια παραλία και διαβάζω για τις ρωμαϊκές βιβλιοθήκες, εσύ πού είσαι με τους ήρωές σου; Της απάντησα: σε ένα γυράδικο, αλλά θα έρθω κι εγώ στην παραλία! Έτσι ο Αριστάκος, ενώ είναι στο γυράδικο, θυμάται το πώς σε μια παραλία κάποια γυναίκα του χάρισε ένα βιβλίο που έγραφε για τις ρωμαϊκές βιβλιοθήκες. Όταν δε, ξεκίνησα να γράφω για τον Γιάνναρο, άνοιξα το ραδιόφωνο - ήταν η μοναδική φορά που είπα να ακούσω μουσική από το ραδιόφωνο, τον υπόλοιπο καιρό άκουγα, τις άλλες μουσικές που αναφέρω, οι οποίες ήταν αποθηκευμένες στον υπολογιστή. Μόλις άνοιξα το ραδιόφωνο άκουσα τη φωνή του Στράτου Διονυσίου. Μου άλλαξε τη διάθεση. Είπα λοιπόν, ο ήρωας αυτός θα είναι ένας τύπος λαϊκός, ένας αμετανόητος γλεντζές, ένας Γιάνναρος. Αν άκουγα όπερα, μπορεί να ονομαζόταν και Ιωάννης. Και μάλλον δεν θα ήτανε φορτηγατζής. Ίσως. Μπορεί βέβαια να ήταν κι ένας ακόμη πιο ενδιαφέρων φορτηγατζής! Που, ας πούμε, θα άκουγε κρυφά όπερα στο φορτηγό! (Χμ! Σαν καλύτερο μου φαίνεται!)

- Από πού εμπνευστήκατε την ιδέα να μην ακολουθήσετε την χρονολογική

σειρά της ιστορίας;

Από το γεγονός ότι όταν η μνήμη ανασκαλεύεται, οι αναμνήσεις δεν ανακύπτουν ακολουθώντας τη χρονολογική σειρά των βιωμάτων. Ανακαλούμε σχεδόν πάντα τα γεγονότα στη μνήμη μας με άτακτη σειρά, ανάλογα με την ένταση των συναισθημάτων που τα συνοδεύουν, ανάλογα με την αιτία της απώθησής τους στη λήθη. Το χιόνι που καλύπτει τη Σεωρή εκείνη την ημέρα του Φεβρουαρίου, που αναμένεται η επιστροφή της Ρόρης, θα μπορούσε να είναι το παγωμένο άσπρο της λήθης. Ο παπάς που κινείται στους χιονισμένους δρόμους, σαν μαύρος λεκές που απλώνεται στο άσπρο, αναμοχλεύει τη μνήμη των κατοίκων. Όταν ολοκληρωθεί η αφήγηση της ιστορίας το χιόνι αρχίζει να λιώνει. Σε κάποιο σημείο ο παπάς αναρωτιέται μήπως ήταν ο ίδιος όλο κι όλο ένας μαύρος λεκές «από μαύρο γράσο ας πούμε». Σήμερα θα έγραφα «από μαύρο μελάνι», σαν τα γράμματα σε μια λευκή σελίδα. Η γραφή είναι ένας τρόπος αναμόχλευσης της μνήμης. Λειτουργεί ενάντια στη λήθη. Βέβαια αυτές οι αναλογίες δεν είναι απαραίτητο να εκληφθούν από τον αναγνώστη για την κατανόηση της ιστορίας. Απλά, δοθείσης της ευκαιρίας, σας μιλάω για κάποια πράγματα που με απασχολούσαν ενώ έγραφα το βιβλίο, κι έχουν μέσα μου μια ιδιαίτερη σημασία, είναι αν θέλετε, οι δικοί μου κώδικες μέσα στο κείμενο, τα δικά μου στοιχεία συνενοχής με αυτό.


- Παρατηρήσαμε ότι στο βιβλίο υπήρχε τακτική εναλλαγή χρονικών
ενοτήτων ανά δυο κεφάλαια. Υπήρξε σχέδιο ή σας προέκυψε τυχαία;

Η χρονική εναλλαγή είναι σαν το εκκρεμές στο ρολόι του Γιάνναρου: αριστερά (πίσω-παρελθόν), δεξιά (μπροστά-παρόν). Όλα πάνε ρολόι. Αν προσέξετε όμως, η εναλλαγή αυτή δεν είναι και τόσο τακτική έως το τέλος της αφήγησης. Κάποιες φορές είναι διαδοχικά τα κεφάλαια του παρελθόντος: όλα πάνε ρολόι - ή σχεδόν!

-Ποιους συγγραφείς διαβάζετε;

Δεν είμαι αφοσιωμένη σε κάποιους συγγραφείς, καλώς ή κακώς. Δεν διαβάζω πια πολύ πεζογραφία. Έχω μια ιδιαίτερη αγάπη για την ποίηση, από τον Αλκμάνα και τον Όμηρο μέχρι τα δημοτικά τραγούδια, τους σουρεαλιστές και τους σύγχρονους ποιητές. Με ενδιαφέρουν επίσης πολύ οι μελέτες γύρω από την ιστορία, την αρχαιολογία, την ιστορία της τέχνης και την ανθρωπολογία.


Σας ευχαριστώ πολύ για τις τόσο ενδιαφέρουσες ερωτήσεις, κυρίως όμως για τη διάθεσή σας να συζητήσουμε για το βιβλίο.

Και μεις σε ευχαριστούμε Στυλιάνα για το ταξίδι που μας χάρισες στον κόσμο της Σεωρής, του Μηνά και της Αλγερίας, της Ρόρης και του παπα-Tρακ!

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2009

Το ανάθεμα - αφήγημα του Μάριου Μιχαηλίδη σε ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ


Ο κύριος Μάριος Μιχαηλίδης μας έκανε την μεγάλη τιμή να μας στείλει ένα δικό του αδημοσίευτο αφήγημα που προσθέτουμε στο ιστολόγιο μας μαζί με την αφιέρωση του συγγραφέα. 
Κ.ε Μιχαηλίδη, σας ευχαριστούμε θερμά!

   Το  ανάθεμα 


Στον  Νίκο Κουνενή, στους ευγενείς αναγνώστας του Οστεοφύλακος και προς πάντα φιληδόνως περίεργον.      
   
Οι  Ποιμενάρχες εξεπλάγησαν όταν έλαβαν επιστολήν υπογεγραμμένην δι’ ερυθράς μελάνης και φέρουσαν την μεγίστην σφραγίδα του Αρχιποιμένος. Ναι. Εκτάκτως συνεκαλούντο. Δεν επρόκειτο περί ασκήσεως ετοιμότητος. Διότι ο Αρχιποιμήν, πρώην ιερεύς-ταγματάρχης του ενδόξου ημών στρατού κλπ, κλπ, περιώνυμος εαμοφάγος, από καιρού εις καιρόν εφαντάζετο ότι δρασκελά βουνά και ραχούλες διώκων τους αντιχρίστους. Αυτή την εμμονή την πλήρωναν όχι μόνον οι νέοι αλλά και οι παλαιότεροι Ποιμενάρχες με έκτακτες συγκλήσεις και σε στιγμές που η αγιότης των παρεδίδε το σαρκίον στην αγκαλιά του ύπνου. Ναι. Το πράγμα διέφερε. Ήδη, απεκλείσθη το ενδεχόμενον της αγυρτίας των υπεξαιρέσεων από τα Ιεροταμεία, καθώς και της βδελυράς εκείνης εκδοχής του ποιμενάρχου – αρσενοκοίτου. Αυτά χαλκεύονται εξακολουθητικώς από τους εχθρούς της εκκλησίας, οπότε και επιβάλλεται να τα παρακάμπτει κανείς. Το πράγμα ήτο σκοτεινόν και προμήνυε πολλά.
      Η έκτακτη σύνοδος των Ποιμεναρχών πραγματοποιήθηκε εις το Μέγα Συνοδικόν της Μονής Φερνάζη. Νωρίς συνέρρεαν τα συνεργεία των δημοσκόπων με τις στίλβουσες νεαρές και το πάθος των μικροφώνων στις σφιχτές των παλάμες. Και αυτές απορούσαν. Όμως, μάταια πίεζαν τους εκ των έσω ιερωμένους, οι οποίοι αδιάφοροι, δήθεν, έκοβαν άνθη και λωτούς από τους κήπους της πανσέπτου Μονής. Και η υπόθεση έτεινε να προσλάβει χαρίεσσαν πλησμονήν με την ελαφρότητα των ακκιζομένων νεαρών με τους δυστυχείς κληρικούς. Ώσπου η ατμόσφαιρα άλλαξε, όταν άρχισαν να καταφθάνουν απαστράπτουσες τροχήλατες άμαξες, μελανόχροες. Ώ, τι χάρις… Ο Αιδίων και Μαρμαρυγής, ο Πρόκλων και Τεκτονίας, ο Αρσενίας και Θυλάκων, ο Πεονίας και Αμφιλύκης, Ο Τρυφίας και Ερμαφροδαίων…όλοι, μα όλοι των λαμπροί…
      Εις μάτην, πάλι, οι στίλβουσες με τα επιμήκη  ανά χείρας συνωθούντο και ρωτούσαν τι και πώς και γιατί. Οι Ποιμενάρχες, ανέκφραστοι, ύψωναν την παλάμη εν είδει  ευλογίας και με βήμα ταχύ εισήρχοντο δια της μεγάλης πύλης εις τα ένδον της Μονής. Ώ, τι μυστικοπάθεια αλλά και τι σύγχυση στα συνεργεία με τους ωραίους τρίποδας και τους προβολείς…
      Από το Μέγα Συνοδικόν περίσσευε η  λαμπρότης. Παντού χρυσοποίκιλτα ερμάρια, κουρτίνες και τοιχογραφίαι εμμένουσαι στη θέωση μακαριστών Αρχιποιμένων. Και, επιτέλους, η Εις Άδου Κάθοδος, ακριβής μίμηση της τοιχογραφίας που κοσμούσε πάλαι ποτέ το Οστεοφυλάκιον, έργον του εκ Κοζάνης, Γεωργίου Πιφλιντζή, ήτο επιμελώς κεκαλυμμένη. Άλλωστε, επήλθε συμφωνία. Η σεβαστή κοσμική εξουσία συμφώνησε κατά πάντα. Ουδέποτε υπήρξε  Πιφλιντζής, μόνον ο Βούλγαρος Γκεόρκ Πίφλι. Η εμμονή του περιέργου εκείνου Οστεοφύλακος για ένα όνομα τόσον ασαφές παρ’ ολίγον να προκαλέσει διπλωματικόν επεισόδιον με την γείτονα. Επιτέλους, τώρα, μόνον σκηναί θεώσεως. Βέβαια, οι Ποιμενάρχες εξέλαβαν την ενέργειαν να καλυφθεί η τοιχογραφία, ως αποτρεπτικήν του θανάτου. Άλλωστε, μετά από τρεις συνεχόμενες αποδημίες υπέργηρων ποιμεναρχών, το κακόν έπαυσε και τώρα όλοι ευελπιστούν ότι δεν πρόκειται να επανέλθει στο ορατό τουλάχιστον μέλλον.
      Οι  ποιμενάρχες, αλληοασπαζόμενοι, αστεϊζόμενοι, βλοσυροί, καχύποπτοι και άλλοι αδιάφοροι  ή αδημονούντες, εκάθησαν στο σύνθρονο σε ομόλογες ομάδες. Τα βλέμματά των διασταυρώνονταν πλαγίως και ευθέως. Και τι περίεργο! Ορισμένοι έδειχναν να συμφωνούν και με άλλους άλλων ομάδων και να κινούν τα νήματα μιας υπόγειας κατά τα άλλα συνομιλίας. Όλα αυτά όμως έπαυσαν δια μιάς, όταν εισήλθε στην Συνοδική Αίθουσα ο Αρχιποιμήν μετά πολυπληθούς κουστωδίας νεαρών ιερωμένων. Εστάθη σε ένα βάθρο και σοβαρός έφερε το βλέμμα του ένα γύρο. Αυτό έκανε πάντοτε, για να επιβεβαιώσει τον αριθμό των συμπαθούντων και των αντιπαθούντων και να καταγράψει - προχείρως εννοείται – τις τυχόν αλλαγές. Οι κώδικες που είχεν επινοήσει συνεδύαζαν το δικό του απλανές, δήθεν, βλέμμα με τις αντιδράσεις των ποιμεναρχών. Λόγου χάριν, το χαμηλωμένο βλέμμα και η ελαφρά κάμψη του αυχένος εσήμαινε: «Εξακολουθητικώς στηρίζω την Αγιότητά σας». Αντιθέτως. Το ευθυτενές και ατάραχο βλέμμα υποδήλωνε: «Σας καταμέμφομαι. Απλώς μην εξωθείτε την ανοχήν μου εις τα άκρα». Ακόμη, το βλέμμα που το συνόδευε ελαφρά σύσπαση του προσώπου, υποδήλωνε αδημονία για την πορεία μιας εν εξελίξει συναλλαγής. Αυτά διαρκούσαν ελάχιστα και, παρ’ ότι όλοι γνώριζαν πως επρόκειτο περί  κωδίκων, κανένας δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία. Αντιθέτως, πολλοί, ακόμη και γνωρίζοντες, αντιδρούσαν σαν σε Αρχιποιμενικό χαιρετισμό. Δια τούτο ευθύς ακολουθούσε το «Εις πολλά έτη Δέσποτα». Την ίδια όμως στιγμή διογκωνόταν το ενδιαφέρον και η απορία για το σκοπό της συγκλήσεως των ποιμεναρχών εις το Μέγα Συνοδικόν της Μονής Φερνάζη. Όμως, οι εικασίες παρέμεναν εικασίες χωρίς τίποτε να αποκαλύπτει ακόμη και καθ’ υπαινιγμόν τον σκοπόν της συνάξεως.
      Η απορία εκορυφώθη όταν χαμήλωσαν τα φώτα και ακούστηκε ελαφρύς τριγμός στον τοίχο πίσω από τον Αρχιποιμένα. Μία οθόνη έκανε την εμφάνισή της και ευθύς δέσμη φωτός κατέπεσε επί της λευκοτάτης επιφανείας. Ένα παρατεταμένο «Ω!...» κατεπνίγη από ψιθύρους δια τα εικονιζόμενα. Επρόκειτο περί δύο μικρόσχημων βιβλίων ενός υπολεύκου και ενός φαιόχρου. Και τα δύο έφερον εικόνας μετά ονομάτων, τίτλων και σημείων κοινής εκδοτικής καταγωγής. Το ένα με τίτλο Ω! του θαύματος συνέγραψεν ο Νίκος Κουνελής και το άλλο με τίτλο Ο Οστεοφύλαξ, ο Μάρκος Μιχοβίτης. Όμως, εκεί που τα βλέμματα διασταυρώνονταν και αρχιερατικά χέρια σχημάτιζαν σταυρούς, εκεί που λευκές κεφαλές αποστρέφονταν τις εικόνες και παλάμες ανοιχτές απωθούσαν το μιαρόν της υποθέσεως - γιατί ήδη όλοι κατάλαβαν πως όλα αυτά ήσαν προπομποί αναθέματος -, άρχισαν να πέφτουν αστραπόβροντα και να συνταράσσεται το Μέγα Συνοδικό. Από μυστική πηγή εκπέμπονταν ακτίνες και υπεράνω των ποιμενικών κεφαλών σχηματίζονταν τεχνηέντως κεραυνοί και, το πλέον θαυμαστό, περιφέρονταν διαγράμματα εικόνων ενός…δύο …τριών προσώπων, ενώ φωνή εκ βαθέων ανέκραζε: Ανδρέας Λασκαράτος…Εμμανουήλ Ροϊδης…Νίκος Καζαντζάκης… Οι ποιμενάρχες κατεπλάγησαν από το πυρ το εκτοξευόμενο από κάποια μακάβρια χοάνη που έμοιαζε να ανασκαλεύει τα έγκατα της γης. «Ω! το θαύμα της εν Θεώ τεχνολογίας!» ανέκραξε νεαρός ιερωμένος με κινήσεις όλο χάρη. Φαινόταν πανευτυχής. «Το θαύμα της εν Θεώ τεχνολογίας» επανέλαβαν μερικοί, κάμπτοντας την κεφαλήν εμφανώς, εμφανέστατα, βέβαιοι ότι ο Αρχιποιμήν τους προσέχει.
      Η αίθουσα φωτίστηκε, αλλά παντού ήταν διάχυτη η ταραχή από το βόμβο και τις ακτίνες με τις μορφές των θυμάτων του αναθέματος. Οι ποιμενάρχες βρίσκονταν σε μεγάλη σύγχυση, ενώ ορισμένοι είχαν ήδη περιπέσει σε βαθιά περισυλλογή. Λίγοι μόνο συζητούσαν χαμηλοφώνως, καταφάσκοντες ή διαφωνούντες και γενικά στο Μέγα Συνοδικό επικρατούσε ένταση. Άλλωστε, οι καιροί άλλαξαν, τα ήθη, επίσης, άλλαξαν και κανείς ιερωμένος δε θα ήταν πρόθυμος να συγκατανεύσει σε ένα νέο ανάθεμα. Πολλοί μάλιστα, τολμηροί, προδίκαζαν την απαξίωση τυχόν υποστηρικτικής του αναθέματος αποφάνσεως. «Η δύναμις των μέσων, έλεγαν, είναι μεγάλη, όπως και η περί την εκκλησίαν εμπάθεια ορισμένων δημοσιογράφων…». Γι αυτό και ήταν μάλλον αβέβαιον εάν το ανάθεμα επιπέσει, τελικώς, επί τας κεφαλάς των συγγραφέων ή εις αυτάς των αγίων πατέρων. Οι ποιμενάρχες αυτά διενοούντο και εταράττοντο σφόδρα.
      Ο Αρχιποιμήν παρετήρει, παρετήρει…Ασφαλώς, πραγματοποιούσε τις αναγκαίες προσαρμογές, ώστε ο λόγος του να είναι αφενός καθησυχαστικός και ενθαρρυντικός και αφετέρου αποφασιστικός και καταπελτικός. Η θητεία του στις μυστικές υπηρεσίες του στρατού τον κατέστησε πλέον έμπειρον εις την ψυχολογίαν των μαζών. Το ανέκφραστον του προσώπου του δεν άφηνεν αμφιβολία ότι είχε παύσει να εικάζει και ότι, ήδη, ήταν βέβαιος περί των πομεναρχικών ανησυχιών και προθέσεων. Όταν θα άρχιζε να ομιλεί, όλα θα άλλαζαν. Οι Κουνελής και Μιχοβίτης εδέχθησαν το δαιμόνιον! Αυτό υποστήριζε και ο Πρωτοκοιμώμενος γέροντας του Αρχιποιμένος. Επιπλέον, «το δαιμόνιον πάντοτε φοβίζει τους ποιμενάρχας…», σκέφτηκε.
      Πρώτα ανεγνώσθησαν αποσπάσματα από τα κατάπτυστα κείμενα. Το δαιμονιακόν εύρημα του Κουνελή να παρουσιάσει τον όσιο Πρόκλο Γ΄(τον Ευσεβή) ως πάσχοντα από πριαπισμόν, διέγειρε τους Συνοδικούς. Από τον Αρχιποιμένα δεν διέφυγε ότι κάποιοι νέοι ποιμενάρχες υπομειδίασαν και έστρεψαν το βλέμμα τους προς τον Πεονίας. Ακολούθως, ακούσθησαν τα ολωσδιόλου χυδαία και υπονομευτικά για το ήθος των ποιμεναρχών, για την ανελπίστως παρατηρηθείσα, ευρωστία των Ιεροταμείων της περοχής Μαγούλα – εσχάτως μετενομασθείσης εις Παρειάν – μετά την νεκρανάστασιν του οσίου Πρόκλου. Και τότε, πάλιν, ο Αρχιποιμήν παρετήρησε να διασταυρώνονται βλέμματα με εύληπτους υπαινιγμούς. Αμέσως μετά έλαβε ο ίδιος το λόγο και στην αίθουσα επικράτησε νεκρική σιγή. «Πάντα ταύτα, είπε, αποτελούν ύβριν δια την εκκλησίαν και το πλήθος των πιστών. Ο περί ου ο λόγος Κουνελής δηλώνει άθεος. Πληροφορίαι όμως βεβαιώνουν ότι πρόκειται περί δωδεκαθεϊστού ή και σατανιστού». Την ίδια στιγμή στην οθόνη φάνηκε εικόνα με τον Κουνελή ενδεδυμένον χλαμύδα λευκήν και φέροντα επί του στήθους περιδέραιον με ανοικτόν οφθαλμόν. Ευθύς αμέσως άλλη εικόνα εμφάνιζε τον Κουνελή με μανδύα μελανόν και με δύο ακέφαλους πετεινούς ανά χείρας. Οι ποιμενάρχες κατεπλάγησαν και μετά την πρώτη παρατεταμένη έκπληξη άρχισαν, πρωτοστατούντος του Πεονίας και Αμφιλύκης, να κραυγάζουν εν χορώ «Ανάθεμα! Ανάθεμα! Ανάθεμα!». Έπειτα το θαύμα της εν Θεώ τεχνολογίας κατατεμάχισε τον Κουνελή, έως ότου επί της οθόνης απέμεινε μία μαύρη σκιά, ένα στίγμα οιωνεί αποδομούμενο μέχρι πλήρους αφανισμού του.
      Μετά  το πρώτο ανάθεμα, άρχισε η τέλεσις  για το δεύτερο. Ο Μάρκος Μιχοβίτης υπήρξε σκαιός και απεχθής έναντι του Μητροπολίτου Αρδιαίας και Δαμασκηνής. Μετεχειρίσθη χλευασμούς, ύβρεις, υπαινίχθη φιλολαγνείαν και ετεροφιλίαν και πάντα ταύτα εκ στόματος βορβορώδους πλην όμως επιμελώς κεκαλυμμένου υπό ατόμου φέροντος το ψευδεπίγραφον όνομα «αφηγητής». Αυτά, πρώτος κατεμαρτύρησε και δη λίαν επαινετικώς, γραφεύς τις ονόματι Ξιφάριος και ακολούθησαν άλλοι και άλλοι της ιδίας ευτελούς συνομοταξίας γραφείς. «Αφηγητής»! Γέννημα νόθον, νοσηρόν, αλλότριον και σατανικόν. Αλλά ο Μιχοβίτης δεν εσεβάσθη ούτε την καταγραφείσαν υπό της ιστορίας γενναιότητα του άλλοτε λοχαγού – ιερέως, ο οποίος επί μήνας οκτώ και ημέρας τρεις ευρέθη εις τον Γράμμον, ευλογών τα όπλα τα ιερά. Αυτός ο Αρδιαίας, φέρων ως παράσημα τα επτά τραύματα τα τελεσθέντα υπό των κομμουνιστών, τελικώς εμακαρίσθη με το στίγμα του σαρκασμού, με το οποίον εφρόντισε ο Μιχοβίτης να τον κατακοσμίσει. Αυτά είπεν ο Πρωτοφίλερος του Αρχιποιμένος και ευθύς η οθόνη, προς την οποίαν είχαν ήδη στρέψει τα βλέμματά τους οι ποιμενάρχες, κατέγραφε τεκμήρια δια τον δαιμονιακόν Μιχοβίτη. Ως πρώτον προέβαλε χορωδίαν νεαρών με τον Μιχοβίτη να έχει στη ματιά του τη φλόγα της εφηβικής λαγνείας και να τη στρέφει προς τη νεαρά καθηγήτριάν του. Μετά ανεγνώσθη απόσπασμα στο οποίο ο μιαρός αφηγητής αποκαλύπτει τους έρωτες του Οστεοφύλακος προς την καθηγήτρια, Ναταλία Λεοντίδου, αλλά και τας συναιρέσεις του με χήρες και με ανεψιές εκλεκτών κιβωτιόσχημων με κορυφαίαν την φερώνυμο ως «κεκαυμένη». Όμως, το μέγιστον κακόν είναι το ότι δια τας ύβρεις του εδανείσθη και κατεξευτέλισε την γλώσσα των Πατέρων δι ης το πνεύμα ανένηψε και η πίστις εστερεώθη. Προς πάντα ταύτα τον εξώθησε ο μυστικοσύμβουλος του συγγραφέως Νικήτας Πασίρης καθώς και άλλοι περί την σατανικήν γραφίδα ικανοί. Ακολούθως, η οθόνη γέμισε με κινούμενες λέξεις και ζεύγη λέξεων με δήθεν αμφισημίες, αλλά ποιητικώς ανοίκιες ως καταμαρτυρεί ο εκ Κύπρου ευσεβής Λουκάς Αβυσσινός, ικανότατος περί την Παλατινήν λογοτεχνίαν. Επομένως, πρόκειται περί ατόμου λάγνου και εμπαθούς, ερεβώδους και αμαρτωλού.
      Οι  ποιμενάρχες άκουγαν και φάνηκε ότι δεν ήθελαν να σταματήσει το κατηγορητήριο. Προφανώς, μερικοί, κινούμενοι από αναγνωστική περιέργεια, προμηθεύτηκαν  το φερόμενο ως κατάπτυστο βιβλίο. Άλλωστε, του Μάρκου Μιχοβίτη και του Γεωργίου Ιωήλ το βιβλίον «Αναστάσιμα», ηγοράσθη υπό της Αρχιποιμενίας και διενεμήθη εις απάσας τας ιεράς μονάς και τας Μητροπόλεις. Γιατί λοιπόν η τόση εμπάθεια ή ποιο, τελικώς, δαιμόνιο έπληξε τον Μιχοβίτη;
      Τα  φώτα περιέλουσαν την αίθουσα και ο Αρχιποιμήν φαινόταν κατάπληκτος. Το Ανάθεμα του Μιχοβίτη προς στιγμή απομακρυνόταν. Όμως, η αγιότης του δεν ήταν συνηθισμένη σε υποχωρήσεις. Τα μάτια του ήταν γεμάτα συγκρατημένο θυμό καθώς τα περιέφερε στο Μέγα Συνοδικό αναζητώντας κοινούς όρους συμπαιγνίας με ορισμένους, οι οποίοι θα συνέπρατταν ευχαρίστως με αντιμισθία την απαλοιφή υποψιών αλλά και επιβεβαιωμένων αξιομέμπτων πράξεων. Επέμεινε και μάλιστα διεισδυτικώς στον Αιδίονος και Μαρμαρυγής καθώς και στον Πεονίας και Αμφιλύκης, οι οποίοι μόλις το αντελήφθησαν έκαμψαν ελαφρώς τον αυχένα. Μετά έστρεψε το βλέμμα του επιμόνως στο πίσω μέρος της αιθούσης και ευθύς σκοτείνιασε. Παντού έρεβος. Από τη μυστική χοάνη άρχισε να εκρέει συριγμός, ελαφρύς στην αρχή αλλ’ ολοέν’ αυξανόμενος και καταλήγων εις βόμβον ηχηρότατον, στον οποίο ανεμειγνύοντο δυσερμήνευτοι τριγμοί και φωνές σφαγιαζομένων. Παράλληλα, άρχισαν να διαπερνούν την αίθουσα ακτίνες, να εγγίζουν τας λευκάς κεφαλάς και να περιφέρουν πάλι διαγράμματα προσώπων, στα οποία προσετέθησαν δύο νέα, του Κουνελή και ανελπίστως του Νίκου Φυσουνάκη, πολιτικού λίαν ατιθάσσου και προκλητικού. «Και αυτόν και αυτόν…» απάντησε ο Αρχιποιμήν, όταν τον ερώτησε ο χαρίεις ιερωμένος μέσω αοράτων συστημάτων. Εγνώριζε, βεβαίως, ότι ο Φυσουνάκης δεν είχε αναθεματιστεί, παρ’ ότι το θέμα ετέθη υπό του μακαριστού Αρχιποιμένος. Επήλθε, όμως, καταλλαγή και επρυτάνευσε η σύνεση μεταξύ των διεστώτων μερών, της τε κοσμικής και της εκκλησιαστικής εξουσίας.
      «Όποιος δεν υποτάσσει τη γραφίδα του στην υπέρτατη βούληση, έστω ανάθεμα», κραύγασε ο Πρωτοφίλερος. Τότ’ ευθύς, ακτίνα φωτός περιέλουσε τον Αρχιποιμένα, ο οποίος σηκώθηκε και ύψωσε τα χέρια του, οιονεί επικαλούμενος δυνάμεις για τις οποίες ήταν βέβαιος ότι εκείνη την ώρα κατέκλυζαν το Μέγα Συνοδικόν. Η ταραχή των ποιμεναρχών υπήρξε μεγάλη. Η εν Θεώ τεχνολογία πραγματοποιούσε άλλη μία ανατροπή. «Ανάθεμα! Ανάθεμα!...» ακούστηκε από έναν μικρόσωμο και μονόφθαλμο ποιμενάρχη. Το ίδιο επανέλαβαν τρεις, τέσσερις άλλοι και η αίθουσα άρχισε να δονείται από λυσσαλέες κραυγές: «Ανάθεμα…εις το πυρ το εξώτερον…».
      Ο θρίαμβος του Αρχιποιμένος ήταν αδιαμφισβήτητος. Τώρα, όλοι έλπιζαν ότι το καταστροφικό για την εκκλησία ρεύμα θα ανακοπεί. Διότι είχαν, όντως, εμφανιστεί στοιχεία διαβρώσεως, τα οποία, ήδη, εξέθεταν την εκκλησία. Η αυξανόμενη πορεία των επικρίσεων για κακοδιαχείριση των εσόδων, η εκκοσμικευμένη κίνηση της Αρχιποιμενίας να ιδρύσει εταιρεία φιλανθρωπίας καθώς επίσης όλα εκείνα τα περί φιλολαγνίας κλπ...,κλπ..., ορισμένων ποιμεναρχών, επέβαλλαν να αναζητηθεί διέξοδος. Όπως και έγινε. Κουνελής και Μιχοβίτης! Εις το πυρ το εξώτερον…
      Την επόμενη μέρα όλα τα έντυπα ασχολούνταν  με το ανάθεμα. Το μεγαλείο της μικρόνοιας απέδειξε ότι μπορούσε να κατισχύσει έναντι οποιασδήποτε αξίας, έργου ή προσώπου. Οι θλιβεροί ιεροφάντες δρασκέλισαν πάλι και πάλι την αντίπερα όχθη και πυρπόλησαν ό,τι έμελλε δήθεν να αποβεί…μολυσματικό. Και το πλέον θλιβερό, ομότεχνοι των συγγραφέων και γενικά «άνθρωποι του χώρου» επέχαιραν χωρίς αιδώ. Ασίγαστο το μίσος. Και ο φθόνος , χείριστος σύμβουλος…
      Ο υπουργός παιδείας τινάχθηκε δίκην ελατηρίου, μόλις ακούστηκε η φωνή του Πρωτοφίλερου, η εκφράζουσα τας βουλάς του Αρχιποιμένος. «Μα, βεβαίως…στις πέντε», ψέλισε.
      Στις  πέντε ακριβώς ο θυρωρός ανήγγελλε την άφιξη της αγιότητός του. Ο κ. υπουργός τον υποδέχτηκε στην είσοδο του γραφείου του και μετά από τον τυπικό ασπασμό παρέλαβε τη Συνοδική απόφαση του αναθέματος. Το βλέμμα του Αρχιποιμένος ήτο αυστηρόν, αυστηρότατον και περίπου υποδήλωνε ότι επ’ ουδενί ήθελε να συζητήσει περί των πεπραγμένων. Η υπογραφή του υπουργού ήταν θέμα βεβαίως τυπικό, αλλά χωρίς αυτήν, το ανάθεμα δεν μπορούσε να αποσταλεί και να αναγνωσθεί στους ναούς της επικράτειας.
      Ο κ. υπουργός ήταν τωόντι αμήχανος. Μόλις δύο ημέρες πριν είχε αναλάβει το αξίωμα και τώρα κατανοούσε την αποστροφήν του προκατόχου του ότι «πρόκειται για ένα υπουργείο που ομοιάζει με βραδυφλεγή βόμβα». Νέος αυτός και ταχυφλεγής, θεώρησε εντελώς τυπική τη συμβουλή. Ιδίως, μάλιστα, όταν παρέκαμψε την αντίδραση των πρυτάνεων σχετικώς με το νόμο 4578/2007, ο οποίος καταργούσε τον 70/1832 «περί επιδόματος τσαρουχίων, τηβέννου και λευκής φενάκης» , αισθάνθηκε δυνατός, πολύ δυνατός. Να, όμως, που τώρα βρισκόταν μπροστά σε μια ανυπέρβλητη δυσκολία. Ούτε καν τολμούσε να σκεφτεί μία ηρωική έξοδο. Άλλωστε, ήταν ολιγοήμερος και δεν είχε προλάβει να κοσμίσει το αξίωμά του με τη σφραγίδα μιας δυναμικής παρουσίας. Ακόμη και να ύψωνε ένα μεγάλο «όχι», ποιος θα τον πρόσεχε; Πράγματι, ο κ. υπουργός αντιμετώπιζε πρόβλημα «οντότητας».
      Οι  σκέψεις αυτές διήρκεσαν ελάχιστα, όσο κράτησε η ευγενική κίνηση προς τον υψηλό επισκέπτη να καθίσει. Ούτε καν η τυπική περί της υγείας του Αρχιποιμένος ερώτηση μπόρεσε να διασκεδάσει την αμηχανία του κ. υπουργού, στην οποία τώρα προσετίθετο ελαφρά σύγχυσις.
      Ο Αρχιποιμήν ήτο καλά εις την υγεία  του και καλύτερα θα αισθανόταν, αν ο κ. Υπουργός υπέγραφε αμέσως τη Συνοδικήν απόφαση. Άλλωστε, έπρεπε να αποσταλεί και να φθάσει έγκαιρα, ώστε να προλάβουν οι ιερείς να την αναγνώσουν ιδιωτικά και μετά από άμβωνος. Ασφαλώς, οι πλείστοι γνώριζαν ανάγνωση, ήταν όμως αβέβαιον αν όλοι αντιλαμβάνονταν την ουσία των λόγων, ιδίως οι γεροντότεροι των επαρχιών. Ωστόσο, το πράγμα μπορούσε να παρακαμφθεί με την αποστολή εκλαϊκευμένου εντύπου, διανθισμένου με τοπικά γλωσσικά στοιχεία. Άλλωστε, το πρόβλημα δεν περιοριζόταν μόνο στους ιερείς. Άραγε, πόσες άλλες λέξεις εκτός από το «ανάθεμα» θα ήταν δυνατό να κατανοήσουν οι αγαθοί πιστοί των επαρχιών; Όμως, ο Αρχιποιμήν γνώριζε πολύ καλά, ότι το όλο θέμα δεν ήταν σημαντικό. Προείχε το ύφος! Μία πράξη αναθέματος όφειλε να περιβληθεί με ανάλογο ένδυμα. Η γλώσσα με τα τεχνάσματά της έπρεπε να διαμορφώνει ύφος οιονεί εκπορευόμενον από τας εσχατιάς των Ιερών Συνόδων και εκ στόματος αρχιερέων-συνομιλητών με την αγαθότητα και τη φιλευσπλαχνία Του, αρχιερέων-ζηλωτών και ευρισκομένων εγγύτατα του ύφους των προφητών τη στιγμή που εκτοξεύουν τα πυρρά τους λόγια κατά της αγυρτίας των εθνικών, των πολυθεϊστών, των αθεϊστών και των αθρήσκων. «Ούτε λόγος για αλλαγή στο ύφος» τον συμβούλευε ο γέροντας Πρωτοφίλερος. «Εδώ προέχει το ανάθεμα και η επί πάντων δική σου επιβολή». «Ούτε βήμα πίσω…» σκεφτόταν ο Αρχιποιμήν. Το κίνημα ορισμένων νέο-χριστιανών και κυρίως η απαίτηση για ριζικές αλλαγές στο λειτουργικό τυπικό και στη γλώσσα της εκκλησίας τον εύρισκαν όχι μόνο αντίθετο, αλλά του προκαλούσαν πολεμική διάθεση. Οι δύσμοιροι νέο-χριστιανοί, μεταξύ των οποίων ο εκδότης Μαυρόγλου, ο καθηγητής Φαναράς και ο τραγουδοποιός Σαυρόπουλος, εκινούντο εξ αγαθής προαιρέσεως πλην, όμως, κατεπονούντο εις μάτην.
      Τη  στιγμή που άπλωνε το χέρι του ο κ. υπουργός, το τρέμουλο ήταν τόσο εμφανές, ώστε το υπογεγραμμένο πλέον έντυπο τού ξέφυγε, μα πριν προλάβει να βρεθεί στο πάτωμα, τίναξε το σώμα του και το άρπαξε. Μόνο που την ίδια στιγμή, παραπάτησε κι έπεσε. Ευτυχώς! Η Συνοδική Απόφασις απλώς μετεωρίστηκε και πριν καταπέσει ανηρπάγη αερόβιος! Έτσι, περισώθηκε η τιμή και η υπόληψη του Αναθέματος.
      Ο Αρχιποιμενάρχης αναχώρησε και  ούτε καν απηύθυνε το λόγο στον κ. υπουργό. Μόνο τον κοίταξε με οίκτο, όταν εκείνος τον διαβεβαίωνε πως τίποτε δεν είχε πάθει. Όμως, καθόλου δεν ησύχαζε.  Σκεφτόταν διαρκώς τις αντιδράσεις. Έβλεπε τους συναδέλφους του υπουργούς να τον κοιτούν άλλοι αδιάφορα και άλλοι περιπαικτικά, παρ’ ότι είχε συμφωνηθεί να μη έρθει κανείς σε ευθεία σύγκρουση με την εκκλησία. Για μια στιγμή έκλεισε τα μάτια και είδε μπροστά του τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων με τους πηχυαίους τίτλους και τα μεγάλα μαύρα γράμματα: Το Ανάθεμα στον υπουργό – θρίαμβος του Αρχιποιμένος.
      Σκέφτηκε, αν ήταν πιο καλό για τον ίδιο να αντιδρούσε, να έλεγε το μεγάλο όχι ό,τι κι αν αυτό του στοίχιζε. Όμως, έκανε μια ξαφνική κίνηση με το χέρι του σαν να ήθελε να διώξει την ιδέα. Πίστευε πως οι ηρωισμοί πρέπει να αποφέρουν κέρδος και υπό τας παρούσας συνθήκας κέρδος δεν επρόκειτο να υπάρξει. Θεωρούσε μηδαμινό το κόστος από την αναμενόμενη αντίδραση της Ενώσεως Λογοτεχνών. Αυτοί, μάλλον, θα θεωρήσουν ευτύχημα το όλο θέμα, αφού θα τους δοθεί η χάρις κάτι να πουν. Άλλωστε, η τελευταία τους αντίδραση δεν ήταν τότε που ο δήμαρχος και το δημοτικό συμβούλιο αποφάσισαν την αλλαγή χρώματος της στολής των οδοκαθαριστών; Χαμογέλασε ξανά. Από αυτούς δεν είχε λόγο να ανησυχεί. Άλλο τον βασάνιζε. Πόσο θα διαρκούσε το όλο θέμα στον τύπο; Οι απεχθείς δημοσιογράφοι θα έβαλλαν κατά της κυβερνήσεως, θα χτυπούσαν αλύπητα τον πρωθυπουργό και θα επιδίωκαν να αμαυρώσουν την εικόνα του ιδίου. Αμφέβαλλε αν ο φίλα προσκείμενος τύπος θα αντιδρούσε. Το ανάθεμα κανείς δε θα το ανεχόταν.  Άραγε, τι θα έκανε η Μικρά Εφημερίς του εκδότη και εξαδέλφου του, Θύμιου Ανασιάδη; Ήταν αβέβαιο αν θα τον υποστήριζε μετά από τη μεγάλη χορηγία που έλαβε από την Μητρόπολη Μαγούλας. Ναι. Ο Θύμιος αποσκίρτησε. Πολύ νωρίς εκδήλωσε δείγματα αγνωμοσύνης, όταν ο υπουργός αποφάσισε να μην εκτίθεται άλλο. Αλλά για το έντυπο αυτό θα μιλάμε τώρα; Εδώ είναι τα μεγαθήρια. Ποιος τολμά να τα βάλει μαζί τους; Βέβαια, ήταν και αυτό το παρελθόν που τον ακολουθούσε, έτοιμο να αποκαλύψει πολλά στους αδηφάγους δημοσιογράφους. Η επιστροφή του από το Βέλγιο ίσως να μην ήταν λανθασμένη ως επιλογή, αλλά σίγουρα ήταν βεβιασμένη ως ενέργεια. Ο θόρυβος για το θάνατο της συζύγου του Ναταλίας Λεοντίδου και προ πάντων οι περίεργες συνθήκες μέσα στις οποίες συνέβη, έστρεψαν τις υποψίες στο πρόσωπό του. Η ωραία φιλόλογος βρέθηκε νεκρή μέσα σε σκάφανδρο, πράγμα παράδοξο, που όμως συνδέθηκε ευθύς αμέσως με την παθολογική ζήλια που έτρεφε ο ίδιος, δήμαρχος τότε και πολλά υποσχόμενος νέος πολιτικός. Το ταξίδι του στο Βέλγιο και η παραμονή του εκεί έκανε να ξεχαστεί η υπόθεση. Άλλωστε, για τις διωκτικές αρχές η υπόθεση είχε κλείσει και τεθεί στο αρχείο. Επρόκειτο για αυτοχειρία. Σ’ αυτό συνηγορούσε η αδιαμφισβήτητη για πολλούς σχιζοφρενής μανιοκατάθλιψη της Ναταλίας. Οι διαδόσεις για δήθεν ερωτικές σχέσεις με μαθητή της τροφοδότησαν την περιέργεια κατάπτυστων μόνον εντύπων. Τι άραγε από όλα αυτά ήταν έτοιμοι να ανασύρουν οι εμπαθείς δημοσιογράφοι; Και πώς ο ίδιος θα απολογείτο στον πρωθυπουργό, ο οποίος του έτρεφε μεγάλη εμπιστοσύνη;
      Καθώς έπλενε τα χέρια του, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Χαμογέλασε ελαφρά. Ναι, δεν έπρεπε να ανησυχεί. Άλλωστε, κινήθηκε στη γραμμή των συμφωνηθέντων. Ο πρωθυπουργός θα τον συνέχαιρε, ήταν βέβαιος γι’ αυτό…
      Ο γδούπος που θα έκανε του σώμα του πέφτοντας στην άσφαλτο, για ένα πολλοστημόριο του δευτερολέπτου τού προκάλεσε την αίσθηση καταθρυμματισμού. Είδε τα μέλη του διάσπαρτα στην άσφαλτο και πλήθος τρομαγμένου κόσμου να κοιτούν και να υψώνουν το βλέμμα τους, προσπαθώντας να καταλάβουν. Και, τι περίεργο, δεν πονούσε. Μια αόρατη δύναμη αφαίρεσε από μέσα του το αίσθημα του πόνου και τον έκανε πανάλαφρο, σχεδόν ασώματο… Σαν αστραπή είδε το υπέροχο σώμα της Ναταλίας να τον προσπερνά, με τα χέρια της αναδεύοντας τα αιθέρια κύματα… ούτε που τον κοίταξε...απλώς τον προσπέρασε, έχοντας πλήρη την κυριαρχία στο δικό της συμπαντικό ταξίδι…


      Αθήνα, 2008                                      Μάριος Μιχαηλίδης

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2009

Logicomix


LOGICOMIX
Απόστολος Δοξιάδης - Χρίστος Παπαδημητρίου
Αλέκος Παπαδάτος - Annie Di Donna
Εκδοτικός Οίκος: Ίκαρος
Έτος έκδοσης: 2008
ISBN: 978-960-8399-67-9


Ελένη K.– η λόξα
Οι ήρωες του έργου σκιαγραφούνται με ζωντάνια και παραστατικότητα. Πρόκειται για ανθρώπους τολμηρούς, «λοξούς», καινοτόμους, οι ιδέες των οποίων προέρχονται από τα πάθη τους. Πάθος για τη ζωή και τον έρωτα,  πάθος για την ανακάλυψη νέων τρόπων προσέγγισης της αλήθειας, πάθος για τον πόλεμο. Κινητήριος δύναμη για τον κεντρικό ήρωα του βιβλίου (τον Ράσελ) είναι το μανιακό του πάθος για την αναζήτηση της βέβαιης ,της απόλυτης γνώσης. Κι είναι τέτοιο το ολοκληρωτικό δόσιμό του σε αυτή που ακολουθεί το μοναχικό και δύσκολο δρόμο πληρώνοντας το τίμημα «της  συρρίκνωσης του γύρω του κόσμου». Όμως μόνο από πάθος  και με πάθος οδηγείται στη δημιουργία, στην πληρότητα, στην αλήθεια. Κι αν το πάθος είναι πράγματι η έκφραση «μιας βαθιάς λόξας» αξίζει η τέχνη, η επιστήμη, η ζωή χωρίς αυτό;

Μαρίνα – αρχαία ελληνική σκέψη
Ο Δοξιάδης στο βιβλίο του LOGICOMIX συνδέει την αναζήτηση του Ράσελ με την αρχαία ελληνική σκέψη. Πολλές φορές οι επινοητές του βιβλίου περιπλανιούνται στο χώρο της Αρχαία Αθήνας της αγοράς, κάτω από την Ακρόπολη, συζητώντας για την επιλογή του θέματός τους, ώστε να φανεί και πιο έντονα η επίδραση του τρόπου σκέψης των αρχαίων στη διαμόρφωση του θεωρητικού υπόβαθρου του Ράσελ. Πιο συγκεκριμένα ο πρωταγωνιστής από τα παιδικά του χρόνια εντρυφεί στους αρχαίους ρήτορες που του δίνουν γνώση πρακτική και χρήσιμη για την ζωή, και στην γεωμετρία του Ευκλείδη (σελ. 56( που του υποδεικνεύει το δρόμο για να οδηγηθεί στην Αλήθεια-Λογική στην απόλυτη βεβαιότητα αλλά και τον απαλλάσσει από την αυστηρή «θρησκεία» της αυταρχικής και προκατειλημμένη γιαγιάς. Ο Αριστοτέλης του υπαγορεύει τον τρόπο: για να κατανοήσουμε ένα πράγμα πρέπει να πάμε στις αρχές του (σελ. 33). Η λογική είναι νέα και αναγκαία σκέψη (σελ. 99). Επίσης, το «παράδοξος του Ράσσελ» παραλληλίζεται με το «παράδοξο του ψεύτη» του Ευβουλίδη και ο μύθος των Δαναΐδων με την τύχη και την πορεία του έργου του «Πρινκίπια Ματεματικαι» (σελ. 187). Τέλος, η αρχαία ελληνική τραγωδία με τη μορφή της Ορέστειας, που επιλέγεται ως φινάλε, βοηθάει στη διαλεύκανση του «μυστηρίου»: η ζωή είναι γεμάτη αντιφάσεις, η λογική όμως μεσεί τις αντιφάσεις (σελ. 216). Τελικά η αληθινή σοφία θέλει και αυτά που τα πετάμε ως μη σοφία και την τύψη στην απρόσμενη, διότι αυτοί που οδηγούν την ανθρώπινη συμπεριφορά είναι το συναίσθημα, το ένστικτο και η συνήθεια (σελ 276). Γι’ αυτό και η σωστή παιδεία αποτελεί τη μόνη λύση.

Ιωσηφίνα – λογική και τρέλα
Ο χάρτης: Μερικοί επιστήμονες, χαρτογράφοι, αποφάσισαν κάποτε να δημιουργήσουν τον πιο λεπτομερή χάρτη που υπήρξε ποτέ. Άρχισαν λοιπόν τη δουλειά με ζήλο και μεράκι. Η ακρίβεια την οποία ήθελαν να αποτυπώσουν τους ανάγκαζε να μεγαλώνουν όλο και περισσότερο το χάρτη τους μέχρι το σημείο να μη χωράει πια σε κανένα τραπέζι, σε κανένα δωμάτιο, σε κανένα κλειστό χώρο: μοναδική τους λύση να ακουμπήσουν το χάρτη κάτω, στο έδαφος, και έτσι με αυτό τον τρόπο οι επιστήμονες κατάφεραν να προσχωρούν σιγά σιγά στην επίτευξη του στόχου τους. Αλλά η αποτύπωση της ακρίβειας τους έπαιρνε τόσο μα τόσο καιρό που ένας ένας άρχισαν ήδη να ταξιδεύουν σε «τόπους χλοερούς». Λίγοι έμειναν από την ομάδα και αμετανόητοι συνέχιζαν την δουλειά τους. O κόσμος γύρω τους άρχισε να ξεχνάει πως κάτω από τα πόδια τους υπήρχε ένας χάρτης σε κατάσταση «εκτελούνται έργα» και άρχισαν να τον πατάνε, να περπατάνε επάνω του, να τον καταστρέφουν σε κάποια σημεία. Ώσπου τελικά ο χάρτης ξεχάστηκε εντελώς από όλους.
Ιδού το δίλημμα. Η αναζήτηση της ακρίβειας, της λεπτομερούς κατάταξης των πραγμάτων είναι έργο και στόχος ενός λογικού μυαλού ή πρόκειται για αμφίβολη και ανθρώπινα ανέφικτη ιδέα που πλησιάζει επικίνδυνα τα όρια της μη λογικής;
Για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα θα ήταν απαραίτητο να γνωρίσουμε με σιγουριά ποια είναι αυτά τα όρια λογικής-μη λογικής. Μα υπάρχει ένα τέτοιο όριο; μήπως τα δυο αυτά τα στοιχεία πλέκονται και συνυφαίνονται συνεχώς καθιστώντας αδύνατη την προσπάθεια να τα ξεμπλέκουμε;
Η σχέση λογική και τρέλας που αναπτύσσεται στο LOGICOMIX, βάζει τον αναγνώστη να σκεφτεί τι σημαίνει λογική και τι σημαίνει τρέλα.
Οι πόλεμοι, για παράδειγμα, που ξεσπούν βασισμένοι σε «λόγους» και αιτίες διάφορες, είναι μια λογική αντίδραση ή ανήκουν στο παραλογισμό της εκάστοτε λογικής;
Δεν υπάρχει μια μονοσήμαντη λογική που να έχει μια ισχύουσα για όλους «απόλυτη τιμή», ανήκει αντιθέτως στην ατομική αντίληψη της πραγματικότητας: ο μικρός Μπερτ βρίσκεται αντιμέτωπος με την σχετικότητα της λογικής όταν κανείς δεν του επιβεβαιώνει ότι ναι, πράγματι, ακούστηκαν κραυγές πόνου και απελπισίας κατά τη διάρκεια της νύχτας! Και έτσι θεμελιώνει μέσα του η φοβία της ψύχωσης, της τρέλας και ο Μπερτ για να σωθεί από αυτό τον φόβο, βρίσκει καταφύγιο στην λογική: η λογική σώζει ζωές γιατί προσφέρει παρηγοριά και ανακούφιση στην όψη ενός τέλειου μαθηματο-λογικού κόσμου.
Η τρέλα αντιθέτως δεν θεωρείται παρά δειλή εγκατάλειψη της λογικής ή «άχρηστο φορτίο από το οποίο πρέπει να απαλλαχτούμε» εάν αντιλαμβανόμαστε σωστά το "ενοχλητικό" μήνυμα που ο Ίψεν θέλησε να μας μεταφέρει με τον Όσβαλντ.
Μα όπως οι χαρτογράφοι δεν καταφέρουν ποτέ να ολοκληρώσουν τον χάρτη τους, ο Ράσελ δεν θα καταφέρει ποτέ να πετύχει τον στόχο της απόλυτης και τέλειας λογικής κατάταξης της πραγματικότητας, γιατί η ζωή είναι γεμάτη αντιφάσεις και η λογική μισεί τις αντιφάσεις.

«δίχως να ξεχνούν και τον Ερμή, θεό της τύχης και της απρόσμενης
χαρείτε, χαρείτε, εσείς που θέλετε να ζείτε με σοφία αληθινή!»

του μπι κοντίνιου'ντ!

Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2009

Βιβλιοανταλλαγές στο Παζάρι στις 13 Δεκ. 2009


Βιβλιοανταλλαγές

στο Χριστουγεννιάτικο Παζάρι

13 Δεκεμβρίου 2009

Ανταλλαγές μεταχειρισμένων βιβλίων

Αν θέλετε να ανανεώσετε τη βιβλιοθήκη σας

ή να μοιραστείτε βιβλία που σας ταξίδεψαν,

σας περιμένουμε στο

Χριστουγεννιάτικο Παζάρι

στην πλατεία Ελευθερίας


Φέρνοντας ένα μεταχειρισμένο βιβλίο παίρνετε σε αντάλλαγμα ένα άλλο


Λένε για μας: Το Βήμα της Κω 28 Νοε. 2009



Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2009

JOHNNIE SOCIETY του Γιάννη Φαρσάρη


Το μυθιστόρημα του Γιάννη Φαρσάρη
με τίτλο "JOHNNIE SOCIETY"
διατίθεται δωρεάν στο Διαδίκτυο
σε μορφή e-book, με άδεια Creative Commons





Μυθιστόρημα | Ελληνική Λογοτεχνία
Σελίδες: 234 | Διαστάσεις: 21 x 29,7 cm (A4)
ISBN έντυπης έκδοσης: 978-960-930860-1
Μέγεθος αρχείου: 1,36 MB

http://www.johnnie-society.org


Η άδεια Creative Commons επιτρέπει την ελεύθερη διανομή, αναπαραγωγή και διασκευή του έργου για μη εμπορική χρήση.


Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:

[...] Ένα πρωί, κοιτάζοντας τον εαυτό του στον καθρέπτη αντίκρισε ένα άλλο πρόσωπο και ξαφνιάστηκε.

Μακριά ατημέλητα μαλλιά περιέβαλλαν τη μορφή του και αραιά αγκαθωτά γένια κάλυπταν τα μάγουλά του.

Η έκφρασή του ήταν γαλήνια και οι κόρες των ματιών του διακρίνονταν διεσταλμένες και διψασμένες για εικόνες.

Δεν θύμιζε σε τίποτα τον παλιό Τζόνι που αναπαυόταν εν μνήμη χλοερή. Τότε κυνηγούσε την επιτυχία, τώρα αναζητούσε την ουσία.

Τότε πίστευε πως είχε φίλους και αναγνώριση, τώρα είχε ως μοναδική συντροφιά την Αλήθεια.

Τότε ζούσε σε κοινόχρηστους πολυτελείς παραδείσους, τώρα απολάμβανε το δικό του φτωχικό καταφύγιο που είχε δημιουργήσει με τον ιδρώτα του.

Τότε κοίταζε τον κόσμο αφ’ υψηλού τηλεκατευθύνοντας τις αγοραστικές του συνήθειες,

τώρα μετέφερε ταπεινά φαγητό σε πεινασμένες υπάρξεις.

Τότε ξυπνούσε αγχωμένος το πρωί έχοντας ν’ αντιμετωπίσει μια μέρα γεμάτη επαγγελματικές υποχρεώσεις, τώρα σηκωνόταν ήρεμος λίγο πριν το μεσημέρι αναζητώντας αυτόβουλα νότες δημιουργίας.

Τότε φορούσε το προσωπείο του αδυσώπητου εραστή για να παρασύρει στον κόσμο της εικόνας του ανυπεράσπιστες κορασίδες, τώρα ζούσε μόνος - σαν κοσμοκαλόγερος - αναζητώντας τις νύχτες στη φλόγα των κεριών το βλέμμα Εκείνης που κατάφερε να τον αγγίξει…


Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2009

«βραχεία λίστα»


ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Βγήκε η «βραχεία λίστα»

για το Βραβείο Αναγνωστών 2009




Το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ) ξεκινά από σήμερα τη διαδικασία ψηφοφορίας για την ανάδειξη του αγαπημένου ελληνικού μυθιστορήματος της χρονιάς.

Η «βραχεία λίστα» των 15 βιβλίων που κατήρτισαν με την ψήφο τους μέλη Λεσχών Ανάγνωσης από τις 230 που λειτουργούν σ’ όλη την Ελλάδα και την Κύπρο, είναι η εξής (με αλφαβητική σειρά, σύμφωνα με το επώνυμο κάθε συγγραφέα):

  1. Κόκκινο στην πράσινη γραμμή του Βασίλη Γκουρογιάννη, εκδόσεις Μεταίχμιο (στείλτε ΒΑ 1 στο 54160)
  2. Το τέλος του χρόνου καθυστέρησε του Φίλιππου Δ. Δρακονταειδή, εκδόσεις Μεταίχμιο (στείλτε ΒΑ 2 στο 54160)
  3. Το πάθος χιλιάδες φορές της Ζυράννας Ζατέλη, εκδόσεις Καστανιώτη (στείλτε ΒΑ 3 στο 54160)
  4. Οι αλήθειες των άλλων του Νίκου Θέμελη, εκδόσεις Κέδρος (στείλτε ΒΑ 4 στο 54160)
  5. Ξιφίρ Φαλέρ της Αθηνάς Κακούρη, εκδόσεις Καστανιώτη (στείλτε ΒΑ 5 στο 54160)
  6. Φίλοι και εραστές του Θοδωρή Καλλιφατίδη, εκδόσεις Γαβριηλίδη (στείλτε ΒΑ 6 στο 54160)
  7. Ιμαρέτ του Γιάννη Καλπούζου, εκδόσεις Μεταίχμιο (στείλτε ΒΑ 7 στο 54160)
  8. Ο βιολονίστας του Κώστα Καρακάση, εκδόσεις Ψυχογιός (στείλτε ΒΑ 8 στο 54160)
  9. Ο μύθος του Ηρακλή Σπίλου του Νίκου Κουνενή, εκδόσεις Μεταίχμιο (στείλτε ΒΑ 9 στο 54160)
  10. Υγρό φεγγαρόφωτο της Μαρίας Λαμπαδαρίδου-Πόθου, εκδόσεις Κέδρος (στείλτε ΒΑ 10 στο 54160)
  11. Οι οδοιπόροι της καρδιάς της Εύας Ομηρόλη, εκδόσεις Λιβάνης (στείλτε ΒΑ 11 στο 54160)
  12. Αν ήταν όλα... αλλιώς της Αλκυόνης Παπαδάκη, εκδόσεις Καλέντης (στείλτε ΒΑ 12 στο 54160)
  13. Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα (στείλτε ΒΑ 13 στο 54160)
  14. Για να δει τη θάλασσα της Ευγενίας Φακίνου, εκδόσεις Καστανιώτη (στείλτε ΒΑ 14 στο 54160)
  15. Λόγια φτερά του Χρήστου Χωμενίδη, εκδόσεις Πατάκη (στείλτε ΒΑ 15 στο 54160)

Το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου προσκαλεί το αναγνωστικό κοινό να επιλέξει, από σήμερα 11 Νοεμβρίου έως τη Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2009, το αγαπημένο βιβλίο της χρονιάς, ανάμεσα στα δεκαπέντε της βραχείας λίστας.

Με την ψήφο τους οι αναγνώστες συμμετέχουν κατά 50% στο τελικό αποτέλεσμα ενώ το υπόλοιπο 50% βγαίνει από τις ψήφους που έχουν ήδη δώσει οι Λέσχες Ανάγνωσης.

Υπενθυμίζουμε ότι το 2005 το αναγνωστικό κοινό βράβευσε την Ευγενία Φακίνου για το βιβλίο της «Η μέθοδος της Ορλεάνης», το 2006 τη Ρέα Γαλανάκη για το βιβλίο της «Αμίλητα βαθιά νερά», το 2007 τον Ανδρέα Μήτσου για το βιβλίο του «Ο κύριος Επισκοπάκης» και το 2008 τον Δημήτρη Μπουραντά για το βιβλίο του «Όλα σου τα ‘μαθα μα ξέχασα μια λέξη».

Πότε ψηφίζετε: 11 Νοεμβρίου – 7 Δεκεμβρίου 2009

Πώς ψηφίζετε: Στείλτε με sms (χρέωση απλού μηνύματος) τον κωδικό που αντιστοιχεί στο βιβλίο της επιλογής σας, στο 54160.

Κάθε αναγνώστης έχει δικαίωμα για μία μόνο ψήφο.

Η ψήφος σας καταχωρείται αυτόματα.




ΧΟΡΗΓΟΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ:

ΡΑΔΙΟΦΩΝΑ: ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ, ΤΡΙΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ, ΝΕΤ 105,8

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ: ATHENS VOICE

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2009

Βραβείο αναγνωστών 2009 - ΕΚΕΒΙ


Βραβείο αναγνωστών 2009 - ΕΚΕΒΙ

Για πέμπτη χρονιά οι αναγνώστες παίρνουν τον λόγο και ψηφίζουν το αγαπημένο τους μυθιστόρημα (βιβλίαπου εκδόθηκαν από 1/10/2008 έως 30/9/2009). Στην ψηφοφορία που γίνεται σε δύο φάσεις, μπορούν να συμμετάσχουν οι 210 Λέσχες Ανάγνωσης στην Ελλάδα και την Κύπρο.

Και για δεύτερη φορά συμμετέχει και η Λέσχη Ανάγνωσης Κω στην διαμόρφωση της «βραχείας λίστας» με τα 15 επικρατέστερα μυθιστορήματα που θα ανακοινωθεί στις 9 Νοεμβρίου μέσα από τα ΜΜΕ και που θα αναρτηθεί στον κόμβο του ΕΚΕΒΙ.


Τα βιβλία που προτείνει η Λέσχη μας είναι:

1. Γκαλινίκη Στυλιάνα - Όλα πάνε ρολόι (ή σχεδόν) – Μελάνι

2. Γκίκα Ελένη - Πλήθος είμαι – Άγκυρα

3. Δημητρακάκη Άντζελα - Μέσα σ' ένα κορίτσι σαν κι εσένα- Εστία

4. Δημουλίδου Χρύσα - Το σταυροδρόμι των ψυχών – Ψυχογιός

5. Διακογιάννης, Νίκος - Καθρέφτες στο χώμα - Αρμός

6. Ζατέλη Ζυράννα – Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις - Καστανιώτη

7. Θέμελης Νίκος – Οι αλήθειες των άλλων – Κέδρος

8. Καλλιφατίδης Θοδωρής – Φίλοι και εραστές – Γαβριηλίδης

9. Πράντζιος Πασχάλης – Περί ανέμων και γάτων – Ωκεανίδα

10. Στεφανάκης Δημήτρης – Συλλαβίζοντας το καλοκαίρι – Πατάκη

11. Τραυλού Πασχαλία – Έστω μια φορά – Ψυχογιός

12. Φακίνου Ευγενία – Για να δει τη θάλασσα – Καστανιώτη

13. Φουρουκλάς Λάκης – Οι γυναίκες της συγνώμης – Εμπειρία

14. Χρήστου Χρήστος – Δανεικές ζωές – Ίαμβος

15. Χωμενίδης Χρήστος – Λόγια φτερά – Πατάκη

ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ

Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2009

Συγγραφοπαρουσίαση: Σώτη Τριανταφύλλου



Γιατί μου αρέσει η Σώτη; Καλή ερώτηση! Στην οποία δεν ξέρω να δώσω απάντηση.
Την ανακάλυψα πριν κάποια χρόνια με ένα κείμενό της στο διαδίκτυο: Το καπνιστικό γονίδιο.
Το έχω αυτό το γονίδιο και ξεκαρδίστηκα διαβάζοντας αυτό το άρθρο και αμέσως αναγνώρισα τον εαυτό μου μέσα στις φιγούρες που η Σώτη εικονογραφεί.
Από τότε άρχισα να ψάχνω άλλες δουλείες της, βρήκα πρώτα στο διαδίκτυο το διήγημα «Ο αρραβώνας της Μπέμπας» που περιλαμβάνεται στην συλλογή διηγημάτων των εκδόσεων Athens voice 4 ιστορίες της πόλης και μετά βρήκα την καταπληκτική σελίδα που ο Λάκης Φουρουκλάς της αφιερώνει και την επισκεπτόμουνα τακτικά. Έτσι σιγά σιγά έχω «περάσει» σχεδόν όλα τα μυθιστορήματα και διηγήματα της: Θάνατος το πρωί, Αύριο μια άλλη χώρα, Συγχώρεση, Κινέζικα κουτιά, η Φυγή, Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης, Λίγο από το αίμα σου, … και πολλά άλλα.
Υπάρχουνε κάποια κοινά μοτίβα στην γραφή της Σώτης, η ειρωνεία είναι σίγουρα το πιο εμφανές, το πρώτο που διαπιστώνω:
…ήταν τιμή να σου κόψουν το κεφάλι πάνω στο δροσερό αγγλικό χορτάρι. (σελ. 10)
… κοντολογίς, την εποχή της Μεταρρύθμισης, η Αγγλία ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο μέρος για να ζεις. (σελ. 14)
Μέσα σ’ αυτό το ανθυγεινό περιβάλλον, γεννήθηκε η Ιωάννα Γκρέυ. (σελ. 15)
Θάνατος το ξημέρωμα
Αυτή η ειρωνεία όμως έχει το σκοπό της: το χαμόγελο που σου ξεφεύγει με τις περιγραφές της σε βάζει σε σκέψη, και φέρνει ενδεχομένως καλύτερο αποτέλεσμα από αυτό που η συγγραφέας θα προσδοκούσε εάν χρησιμοποιούσε ένα πιο «σοβαροφανές» ύφος.
Ένα δεύτερο στοιχείο που αγαπώ πολύ στην Σώτη είναι η ευαισθησία που διαφαίνεται στα γραπτά της. Ευαισθησία που εκδηλώνει κυρίως προς τις αδύναμες ομάδες της κοινωνίας μας: τα παιδιά, τη νεολαία, τους αδικημένους της ζωής. Η ευαισθησία για την οποία μιλάω δεν είναι όμως αδυναμία. Πρόκειται για κάποιο είδος συμ-πάθειας που την κάνει να υποφέρει πραγματικά για τους καημούς των άλλων και να νιώθει στο πετσί της τα προβλήματά τους. Από αυτή τη ευαισθησία της πηγάζει και η έντονη αντίδρασή της μπροστά στην αδικία:
Βρισκόμουν σε έξαλλη κατάσταση και σκεφτόμουν σοβαρά να γραφτώ στη Νομική, να γίνω δικηγόρος. (σελ. 64)
Μου ερχόταν να ουρλιάξω. Όχι, στην πραγματικότητα, μου ερχόταν να βάλω βόμβα στην αίθουσα. … Τον Ναπ στην ηλεκτρική καρέκλα, τον έστειλε ένας δικαστής … για χάρη του οποίου θα μπορούσα να προσχωρήσω σε τρομοκρατική οργάνωση… ο δικαστής κάνει κομάντο, δηλαδή, ό,τι του καπνίζσει. Αν έχει ξυπνήσει στραβά το πρωί σε στέλνει στην Καρέκλα… (σελ. 67-68)
Θάνατος το ξημέρωμα
Η πλήρης συμπαράστασή της προς τους αδύναμους, τους ανυπεράσπιστους, είναι φανερή και από το βιβλίο «Αύριο μια άλλη χώρα», όπου μας παρουσιάζει μια προβληματική οικογένεια σε περίοδο δύσκολων καιρών: την αρχή της δικτατορίας της Χούντας. Εδώ η ιστορία παραδίδεται κυρίως στα δυο παιδιά που, άθελά τους, βρίσκονται μπλεγμένα σε μια οικογενειακή, πολιτική, ιστορική δίνη που τους στερεί το αναφαίρετο δικαίωμα σε όνειρα και ιδανικά.
Θα μπορούσα να πω ότι η Σώτη ανήκει στη ολιγομελή εκλεκτή κατηγορία ανθρώπων που δεν εθελοτυφλούν, που δεν αφήνουν τις προκαταλήψεις και τις ψευδο-μίκρο-ευπρέπειες να επηρεάσουν την ικανότητα της κρίσης τους.
se tu penserai, se giudicherai da buon borghese
li condannerai a cinquemila anni più le spese,
ma se capirai, se li cercherai fino in fondo
se non sono gigli son pur sempre figli
vittime di questo mondo.
La città vecchia – Fabrizio de Andrè
εάν θα σκεφτείς και θα κρίνεις με το μάτι του καλού αστού, θα τους καταδικάσεις σε πέντε χιλιάδες χρόνια φυλάκισης και στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων, αλλά εάν δείχνεις κατανόηση, εάν προσπαθείς να βρεις την αληθινή ψυχή τους, θα δεις ότι παρόλο που δεν είναι κρίνοι αθωότητας, είναι ωστόσο άνθρωποι και θύματα αυτού του κόσμου.
«Η παλιά πόλη» - Φαμπρίτζιο Ντε Αντρέ.
Η βαθιά κατανόηση στην οποία αναφέρεται ο εξαίρετος ποιητής-τραγουδοποιός Fabrizio de André, απαλλαγμένη από προκατασκευασμένους τρόπους προσέγγισης, είναι αυτή που η Αντωνία νιώθει προς τον δολοφόνο της δεκάχρονης κορούλας της. Η Αντωνία λέει ότι καταφέρνει να ξεχωρίζει το κτήνος από τον άνθρωπο και φτάνει στην μεγαλόκαρδη και δύσκολη απόφαση να συγχωρέσει το κτήνος για να σώζει τον άνθρωπο.
Επανέλαβα από μέσα μου «Αν πεθάνει το κτήνος, θα πεθάνει κι ο άνθρωπος» (σελ. 92).
Δεν είχα υποκριθεί, δεν είχα κάνει καμιά προσπάθεια: απλώς, είχα συγχωρέσει τον Λουκάς Κλίφτον. Δεν είχα μπορέσει να ξεχάσω, είχα μπορέσει όμως να τον συγχωρέσω, και συγχωρώντας τον, ένιωθα πως δεν τον περιφρονούσα καν, και πως, αν ένιωθα κάτι γι’ αυτόν, ήταν λύπη. (σελ. 105)
Συγχώρεση
Επειδή
η ζωή είναι μια κλωτσιά στο κεφάλι, (και) ο καθένας προστατεύεται όπως μπορεί (σελ. 183)
Λίγο από το αίμα σου
εάν δεν αλληλοβοηθιόμαστε σε αυτό τον κόσμο, τι μας μένει; Τι μας κάνει να ξεχωριστούμε από τα κτήνη που θεωρούμε κατώτερά μας; Βέβαια έτσι όπως είμαστε, ο καθένας ζει μοναχός και αβοήθητος τη ζωή του. Λέμε ωραία λόγια για την αλληλεγγύη, και την στήριξη του ενός προς τον άλλον, αλλά η αλήθεια είναι ότι είμαστε μοναχικές οντότητες που περιστρεφόμαστε γύρω από το έγω μας. Ο Malone μας το αποδεικνύει, ένας ιδιωτικός πράκτορας που τάχα ερευνά για κάποιες δολοφονίες στην Τσάιναταουν, ουσιαστικά όμως περιφέρεται ολομόναχος στους δρόμους της πολύβουης συνοικίας. Τα «Κινέζικα κουτιά» δεν είναι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα όπως θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς. Υπάρχουν μεν όλα τα σωστά συστατικά του αμερικάνικου νουάρ, αλλά θα έλεγα ότι πρόκειται για δοκίμιο περί μοναξιάς.
Η Σώτη δεν μας αφηγείται μυθοπλασμένες ιστορίες, δεν μας μιλάει για φαντάσματα, για μεταφυσικά φαινόμενα ή υπερφυσικά όντα, δεν διηγείται τίποτα σχετικά με τα πολυσυζητημένα θέματα της καταστροφής της Σμύρνης και της ανταλλαγής των πληθυσμών. Μας μιλάει για τον σημερινό εαυτό μας, για την πραγματική ζωή και τα αληθινά προβλήματά της. Δίνοντας έτσι ένα ιερό σκοπό στη γραφή της: να αφυπνίσει τα κοιμισμένα μυαλά μας, να ξαναζωντανέψει την ικανότητα αυτόνομης σκέψης. Εξάλλου, ποιος ο ρόλος του διανοούμενου εάν όχι αυτός;
Διαβάζονται, και κυρίως γράφονται πολλά βιβλία, τα πιο πολλά από αυτά όμως δεν κάνουν τίποτα παραπάνω από το να μας χαϊδεύουν και να μας κολακεύουν πάντα με τις ίδιες διαμορφωμένες-προκατασκευασμένες αντιλήψεις, κυνηγώντας μάλλον τις πρώτες θέσεις στις λίστες των ευπώλητων.
Αντιθέτως, η γραφή της Σώτης φαίνεται να είναι αυτό που βάζει τον Eugene Stamps να μας πει: (σελ. 344)
- Γιατί γράφετε;
- Επειδή είμαι θυμωμένος.
Να! Το βρήκα επιτέλους τι μου αρέσει στα βιβλία της Σώτης: και είναι πάλι ο Εugene που με βοηθάει να το καταλάβω, όταν λέει ότι αν θα προσευχόταν για κάτι θα ήταν (σελ. 145)
να μη γίνει ποτέ άνθρωπος χωρίς ερωτηματικά, τα ερωτηματικά τον έκαναν αυτό που ήταν.
Λίγο από το αίμα σου
Άρα η πολύπλευρη, η πολυσπουδαγμένη, η κοσμογυρισμένη, η πολύγλωσση γυναίκα, καθηγήτρια πανεπιστημίου, συγγραφέας, opinionist, μεταφράστρια και πολλά άλλα, είναι ένας απλός άνθρωπος που δεν σταματά ποτέ να θέτει ερωτήματα στον εαυτό της.
Είναι από τους λίγους που έχει πράγματι κάτι να μας πει. Ας την ακούσουμε, λοιπόν!
Και περιμένουμε με λαχτάρα το τελευταίο βιβλίο της «Ο χρόνος πάλι» ISBN 978-960-16-3410-4 που σύντομα θα εκδοθεί από τις εκδόσεις Πατάκη στη σειρά υπό την διεύθυνση του Μισέλ Φάις «Η κουζίνα του συγγραφέα».
giuseppina

Μα, ναι, ναι, δεν είμαστε έκπτωτοι άγγελοι, είμαστε απόγονοι πρωτόγονων ζώων, μην περιμένετε πολλά από μας (29 ιστορίες απόγνωσης, σελ. 75)





View more presentations from ZiaPupa.