Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012

πρωτότυπη συνάντηση δυο λεσχών με συγγραφέα


Το Σάββατο 17/03 στις 19:00

 η Λέσχη ανάγνωσης "LC Book Club" της Αθήνας
και η Λέσχη Ανάγνωσης Κω  
θα συζητήσουν για το το βιβλίο 



      

 "Για μια χούφτα βινύλια" 










της Χίλντας Παπαδημητρίου
με την συμμετοχή της συγγραφέα.

Η τριμερής συνάντηση θα γίνει με σύνδεση μέσω skype


Θα προσπαθήσουμε με τη βοήθεια της τεχνολογίας να ανταλλάξουμε την εμπειρία της από κοινού ανάγνωσης του ίδιου βιβλίου, έστω κι αν μας χωρίζει μια θάλασσα.


Η Λέσχη ανάγνωσης Κω ευχαριστεί το 2' Λύκειο Κω για την φιλοξενία και την τεχνική υποστήριξη  

Ηλεκτρονική συνέντευξη με τον Χρήστο Οικονόμου.

Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του βιβλίου "Κάτι θα γίνει, θα δεις" είχαμε αρκετά αναπάντητα ερωτήματα και θεωρήσαμε πως μόνο ο συγγραφέας θα μπορούσε να μας τα  απαντήσει επαρκώς. Έτσι ήρθαμε σε επαφή με τον κ.Οικονόμου, ο οποίος δέχτηκε να απαντήσει ηλεκτρονικά στις ερωτήσεις μας.
κ.Οικονόμου σας ευχαριστούμε πάρα πολύ!


1.      Γιατί ο τίτλος του βιβλίου αποδεικνύεται οξύμωρος, αφού τελικά το βιβλίο δεν μας αφήνει αισιόδοξο μήνυμα;
Νομίζω ότι ο τίτλος του βιβλίου δεν είναι οξύμωρος, αλλά αμφίσημος, αμφίθυμος.   Τον επέλεξα επειδή ήθελα να δώσω στον αναγνώστη την ευκαιρία να αποφασίσει μόνος του ποια απ’ όλες τις πιθανές εκδοχές θα επιλέξει.   Για μένα είναι πολύ σημαντικό ν’ αφήνω χώρο στον αναγνώστη να ερμηνεύει τα όσα γράφω με τον δικό του τρόπο (δηλαδή με βάση τις εμπειρίες και τα βιώματά του, τις σκέψεις και την κριτική του ικανότητα, τις ιδέες και τα συναισθήματά  του).   Προσπαθώ κάθε φορά ν’ αφήνω ένα κενό ανάμεσα στο κείμενο και στην πρόσληψή του, γιατί πιστεύω ότι έτσι  αποφεύγω τη χειραγώγηση  του αναγνώστη και, συγχρόνως, ανοίγω έναν δίαυλο επικοινωνίας του αναγνώστη με το κείμενο.  
Κατά τη γνώμη μου, κάθε αξιανάγνωστο λογοτεχνικό κείμενο αποτελεί προϊόν αυτής της μυστικής —και πολλές φορές άρρητης— σύμπραξης του συγγραφέα με τον αναγνώστη.   Το  λογοτεχνικό κείμενο γεννιέται από τον συγγραφέα του αλλά μένει ζωντανό χάρη στους αναγνώστες του. 
Κατά τα λοιπά, δεν γράφω για να στέλνω μηνύματα —αισιόδοξα ή απαισιόδοξα.  Η αισιοδοξία και η απαισιοδοξία συνιστούν, κατά τη γνώμη μου, επιφανειακές προσεγγίσεις, και εγώ προσπαθώ να μη μένω στην επιφάνεια των πραγμάτων αλλά να εισχωρώ στο βάθος των πραγμάτων.

2.      Θα θέλαμε να μας σχολιάσετε το εξώφυλλο του βιβλίου : τι συμβολίζει;
Τη μόνη αξιόπιστη απάντηση στην ερώτησή σας μπορεί να σας τη δώσει η γυναίκα μου, η Ιουλία, που σκηνοθέτησε και τράβηξε τη φωτογραφία του εξωφύλλου.  Νομίζω ότι μπορεί να συμβολίζει περισσότερα από ένα πράγματα, οπότε, κατά κάποιον τρόπο, πρόκειται για μια αμφίσημη απεικόνιση, ταιριαστή με τον τίτλο του βιβλίου. 
Ο Τσέχοφ —ένας  από τους συγγραφείς που εκτιμώ απεριόριστα— είπε ότι η δουλειά του συγγραφέα δεν είναι πρωτίστως να δίνει απαντήσεις, μέσα από τα βιβλία του, αλλά να θέτει τις ερωτήσεις με τον σωστό τρόπο.  Προσπαθώ ν’ ακολουθήσω τη συμβουλή του.




3.      Ποια η σκοπιμότητα του να γράψετε ένα τόσο απαισιόδοξο βιβλίο;
Τα διηγήματα που γράφω δεν εξυπηρετούν καμία σκοπιμότητα, πέρα από τη φυσική ανάγκη που νιώθω να δημιουργώ κόσμους και να μεταδίδω τις ειδήσεις από τους κόσμους αυτούς στους αναγνώστες, δηλαδή σε άλλους κόσμους.  Ουδέποτε μ’ έχει απασχολήσει το εάν αυτά που γράφω είναι αισιόδοξα, απαισιόδοξα , ευχάριστα, στενάχωρα ή οτιδήποτε άλλο.  (Παρεμπιπτόντως, έχω γνωρίσει   ανθρώπους που έχουν διαβάσει το «Κάτι θα γίνει, θα δεις», οι οποίοι δεν θα συμφωνούσαν καθόλου με την άποψη ότι είναι «απαισιόδοξο βιβλίο»).  Το μόνο που με απασχολεί είναι να γράφω πράγματα που (θεωρώ ότι) έχουν σημασία, που δεν είναι περιττά ή αδιάφορα.  Προσπαθώ να μεταδώσω, όπως είπα, με απόλυτη πιστότητα και απόλυτη ακρίβεια τα νέα από τους κόσμους που δημιουργώ.  Δεν θα επέτρεπα ποτέ στον εαυτό μου να επιχειρήσει να εκβιάσει τα συναισθήματα του αναγνώστη ή να τον στρέψει προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση ανάγνωσης του κειμένου. 
Εν πάση περιπτώσει, θεωρώ ότι τα διηγήματα που γράφω έχουν περισσότερα από ένα επίπεδα, συνεπώς ο αναγνώστης καλείται να μη μείνει στον εξωτερικό φλοιό της αφήγησης, αλλά να προχωρήσει  στο υπέδαφος και να φτάσει στον πυρήνα. 

4.      Αν γράφατε σήμερα το βιβλίο σας που βιώνουμε έντονα την οικονομική κρίση , τι θα αλλάζατε; (θα ήσασταν πιο οργισμένος π.χ.;)

Επειδή γράφω διηγήματα και όχι μανιφέστα, δεν θέλω να μπερδεύω τα συναισθήματά μου με τη δουλειά μου.  Φυσικά, για να δημοσιεύσω ένα διήγημα, πρέπει να έχω συγκινηθεί εγώ ο ίδιος από τις περιπέτειες των χαρακτήρων —αλλά μέχρις εκεί.  Επιπλέον, όταν δημοσιεύω κάτι, το έχω αφήσει ήδη πίσω μου, οπότε δεν μπορώ να μπω στη διαδικασία να σκεφτώ αν και πώς θα το ξανάγραφα.  Ένα δημοσιευμένο κείμενο είναι  ένας λογαριασμός που έκλεισε.  Δεν μπορώ να τον ξανανοίξω. 
Άλλωστε, η οικονομική κρίση και οι συνέπειές της είναι μόνο ο εξωτερικός φλοιός των διηγημάτων του «Κάτι θα γίνει, θα δεις».  Πιο μέσα, πιο βαθιά, υπάρχουν άλλα πράγματα.  Το σημαντικότερο από αυτά, κατά τη γνώμη μου, είναι η αναζήτηση της πίστης και της ελπίδας μέσα από τις σχέσεις που αναπτύσσει ο άνθρωπος με τον εαυτό του, τους άλλους ανθρώπους, τον κόσμο και τον Θεό.
  
5.      Ποιες είναι οι αναγνωστικές σας προτιμήσεις ;Έχετε κάποιους αγαπημένους συγγραφείς;
Είμαι φανατικός της μικρής φόρμας.  Οι αγαπημένοι μου συγγραφείς είναι ο Παπαδιαμάντης, ο Παπαδημητρακόπουλος, ο Κάρβερ, ο Τσέχοφ, ο Λόντον, η Φλάνερι Ο’ Κόνορ, ο Μπάμπελ.   Από μυθιστοριογράφους προτιμώ τον Τζον Στάινμπεκ και τον Κόρμακ Μακάρθι.  Από ποιητές τον Καβάφη, τον Σινόπουλο, τον Γκανά, την Ντίκινσον, τον Φροστ.  Διαβάζω συνεχώς την Αγία Γραφή.   Θεωρώ σπουδαία βιβλία το «Κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου, το «Ν’ ακούω καλά τ’ όνομά σου» του Σωτήρη Δημητρίου, «Το ασημόχορτο ανθίζει»  του Βασίλη Γκουρογιάννη, τον «Φύλακα στη Σίκαλη» του Σάλιντζερ, το «The Things They Carried» του Τιμ Ο’ Μπράιεν.

6.      Γιατί επιλέγετε οι ήρωες σας να ανήκουν σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό στρώμα (μικροαστοί);
Δεν επιλέγω τους ήρωές μου επειδή είναι μικροαστοί  αλλά επειδή είναι άνθρωποι φτωχοί, αδύναμοι, ταπεινοί, βασανισμένοι, κυνηγημένοι.  Πολλοί από αυτούς είναι παρατημένοι, αλλά κανείς τους δεν είναι παραιτημένος. Είναι άνθρωποι που αντέχουν, που δεν το βάζουν κάτω.  Ασυναίσθητα ή όχι, ξέρουν (οι γυναίκες κυρίως)  ότι η πίστη και η ελπίδα είναι τα γρανάζια που κάνουν τον κόσμο να γυρίζει.  Μ’ αυτούς τους ανθρώπους έχω ζήσει, αυτούς τους ανθρώπους ξέρω.  Είναι οι άνθρωποί μου.  Γράφοντας γι’ αυτούς τους ανθρώπους προσπαθώ να καταλάβω και να νιώσω τι σκέφτονται, τι νιώθουν, πώς αντιδρούν.  Συμπάσχω μαζί τους και προσπαθώ να μπω στη θέση τους.   Αυτός είναι και ο λόγος που δεν μπορώ να τους αντιμετωπίσω με κυνισμό, σαρκασμό ή ειρωνεία.  Αυτός είναι, επίσης, ο λόγος που θεωρώ τη λογοτεχνία κάτι τόσο σημαντικό στη ζωή μας:  πέρα από την αναγνωστική απόλαυση, σου προσφέρει την ευκαιρία —μια μοναδική, ζωτικής σημασίας ευκαιρία— να βγεις από τον εαυτό σου και να βρεθείς, έστω για λίγο, στη θέση κάποιου άλλου.  Διαβάζοντας και γράφοντας λογοτεχνία γινόμαστε, νομίζω, περισσότερο άνθρωποι επειδή γινόμαστε, ο καθένας από εμάς, περισσότεροι άνθρωποι.

    

7.      Στη σελίδα 122 αναφέρετε  «Γι αυτό κι όλες οι επαναστάσεις είναι καταδικασμένες να αποτύχουν.» Είστε οπαδός αυτής της άποψης;
Δεν μου αρέσουν οι γενικεύσεις.  Ωστόσο, προσπαθώ κάθε φορά ν’ ακούω όλες τις απόψεις, ακόμα και αν είναι αφοριστικές.  Εν προκειμένω, προφανώς δεν πιστεύω ότι όλες οι επαναστάσεις είναι εκ των προτέρων αποτυχημένες.  Αλλά, για μένα, το αν συμφωνείς ή διαφωνείς με μια άποψη είναι δευτερεύον θέμα.  Μεγαλύτερη σημασία έχει αν η άποψη αυτή προσφέρει τροφή στο μυαλό σου, αν σε βάζει να σκεφτείς μήπως τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως νομίζεις ότι είναι.

8.      (σελ. 105…Κι αφού δεν μπορώ να πω αυτά που νιώθω φοβάμαι ότι θα πάψω να τα νιώθω.) : Γιατί θα συμβεί αυτό; Μήπως έχουμε συνηθίσει να φερόμαστε έτσι; Μήπως η συνήθεια αυτή δεν μας επιτρέπει να αντιδράσουμε;
Ξέρετε, είναι πολύ δύσκολο για μένα να σχολιάζω τα όσα λένε, σκέφτονται ή κάνουν οι χαρακτήρες στα βιβλία μου.  Προσπαθώ να τους αντιμετωπίζω σαν αυτόνομες προσωπικότητες, που έχουν τον δικό τους ξεχωριστό τρόπο να βλέπουν τα πράγματα.  Δεν τους βλέπω σαν προεκτάσεις του εαυτού μου, ούτε θέλω να τους φορτώσω με τις δικές μου σκέψεις, ιδέες, συναισθήματα. 
Εν πάση περιπτώσει, νομίζω ότι η συγκεκριμένη φράση αναδεικνύει τον φόβο του σύγχρονου ανθρώπου απέναντι στη σιωπή, την αγωνία του μήπως νεκρωθεί συναισθηματικά και ψυχικά αν επιλέξει να μείνει σιωπηλός σ’ έναν κόσμο όπου θεωρείται επιβεβλημένο να μιλάνε όλοι για όλα, να έχουν όλοι άποψη για όλα.  Πρόκειται, ουσιαστικά, για μια ψυχαναγκαστική διαδικασία, η οποία μάλιστα έχει πάρει ασύλληπτες διαστάσεις λόγω της επιρροής των μέσων ενημέρωσης και, πλέον, λόγω της ραγδαίας εξάπλωσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.  Από εκεί που επικοινωνούσαμε με βάση τις σκέψεις, τις ιδέες, τα συναισθήματα και τα βιώματά μας, έχουμε φτάσει πια στο σημείο να σκεφτόμαστε, να αισθανόμαστε και —γιατί όχι;— να ζούμε με βάση τον τρόπο που επικοινωνούμε.  Αυτή είναι, κατά τη γνώμη μου, μια βιβλικών διαστάσεων ανατροπή στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας και τη θέση μας στον κόσμο.

9.      Η σειρά των διηγημάτων ήταν τυχαία;  (π.χ μετά το Αυγό κίντερ ακολουθεί η ιστορία με το πλακάτ  και μοιάζει να συνδέονται οι δυο ιστορίες- σαν η μια να είναι αποτέλεσμα της άλλης)

Δεν υπάρχει τίποτα τυχαίο σε αυτά που γράφω.  Θέλω να πω, προσπαθώ κάθε τι που υπάρχει μέσα σ’ ένα διήγημά μου, η παραμικρή λεπτομέρεια —ακόμα και τα σημεία στίξης —να εντάσσεται ομαλά μέσα στο σύνολο.  Αποδίδω τεράστια σημασία στην τεχνική, επειδή, κατά την άποψή μου, η τέχνη χωρίς τεχνική δεν είναι τέχνη αλλά καπρίτσιο.  Επιπλέον, η τεχνική είναι εκείνη που μου επιτρέπει να δίνω στα κείμενά μου το βάθος που θέλω να έχουν.  Τέχνη χωρίς τεχνική δεν γίνεται, όπως είπα, αλλά η τεχνική δεν είναι αυτοσκοπός.  Εξυπηρετεί την αρτιότερη πραγμάτωση του οράματός μου και την αποτελεσματικότερη εκπλήρωση του χρέους που αισθάνομαι ότι έχω γράφοντας λογοτεχνία.  Η λογοτεχνία είναι, για μένα,  πρωτίστως μια πράξη συνείδησης και χρέους απέναντι στην κοινότητα όπου ανήκω, στην κοινότητα που δημιουργώ, και στην αόρατη κοινότητα των αναγνωστών.  Νομίζω ότι η απουσία ή η έλλειψη αυτής της συνείδησης είναι μια από τις αδυναμίες —η μεγαλύτερη;— που χαρακτηρίζουν μεγάλο μέρος της σύγχρονης λογοτεχνίας.  Διαβάζεις κείμενα άψογα από τεχνική άποψη, αλλά χωρίς βάθος, χωρίς ψυχή.  Κείμενα περιττά, αδιάφορα, που τα ξεχνάς σχεδόν μόλις τελειώσεις το διάβασμα.

10.   (σελ 147 ….σήμερα για να τη βγάλεις καθαρή πρέπει η καρδιά σου να είναι πιο κουφή από τα αυτιά σου) :Εσείς γράφετε διηγήματα που απευθύνονται στο συναίσθημα. Σκοπός σας είναι η κινητοποίηση του μυαλού;

Δεν ξέρω αν υπάρχουν λογοτεχνικά κείμενα που δεν απευθύνονται κατά κύριο λόγο στο συναίσθημα.   Δεν μπορώ να φανταστώ ότι είναι δυνατόν κάποιος να γράφει λογοτεχνία χωρίς να απευθύνεται κατά κύριο λόγο στο συναίσθημα.  Τι άλλο, δηλαδή, είναι η λογοτεχνία εκτός από μια συνειδητή προσπάθεια δημιουργίας και αναμόχλευσης συναισθημάτων;  Τέλος πάντων, εμένα αυτή η λογοτεχνία με ενδιαφέρει . 
Διαβάζω (και θέλω να γράφω) βιβλία που κεντρίζουν την ευαισθησία μου και την ευαισθησία άλλων ανθρώπων.  Την ευαισθησία, όχι την ευσυγκινησία.  Και η ευαισθησία, έτσι όπως την εννοώ και την αντιλαμβάνομαι εγώ, δεν είναι υπόθεση μόνο της καρδιάς αλλά και του μυαλού.  Τι νόημα έχει όμως να κινητοποιείς το μυαλό σου αν η καρδιά σου μένει ακινητοποιημένη;