Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

Το ιστορικό μυθιστόρημα ταξιδεύει στην Κω

Ένα ξεχωριστό διήμερο για το φιλαναγνωστικό κοινό της Κω με πρωτοβουλία της Λέσχης Ανάγνωσης Κω παρουσιάστηκε στον εξωτερικό χώρο του Λαογραφικού Μουσείου Κω (Χάνι) στις 25 και 26 Σεπτεμβρίου 2015. Το θέμα της διημερίδας ήταν «Ημέρες Βιβλίου 2015 - Ιστορία και Λογοτεχνία».

Την πρώτη ημέρα, Παρασκευή 25/9/2015 δόθηκε στο κοινό η δυνατότητα συνάντησης και συνομιλίας με τους συγγραφείς: Θ. Βαλτινό και Σ. Νικολαϊδου. Την εκδήλωση άνοιξε εκ μέρους της Λέσχης Ανάγνωσης η κ. Κατερίνα Κρανάκη και ακολούθησαν σύντομοι χαιρετισμοί από την Αντιπρόεδρο του ΔΟΠΑΒΣ Ε. Χατζηχριστοφή και τους προσκεκλημένους συγγραφείς. Σε ρόλο συντονιστή ο κ. Ζαχαρίας Γιαννακάς, μέλος της Λέσχης Ανάγνωσης.Την εκδήλωση τίμησε με την παρουσία του ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κώου και Νισύρου κ. Ναθαναήλ. 




Οι συγγραφείς μίλησαν αρχικά για τη σημασία του ιστορικού μυθιστορήματος και στη συνέχεια απάντησαν στις ερωτήσεις του κοινού. Και ο κ.Βαλτινός και η κ.Νικολαϊδου μίλησαν για τη σχέση του συγγραφέα με το ιστορικό γεγονός καθώς και την απόσταση που οφείλει να τηρεί ο συγγραφέας από τα ιστορικά γεγονότα. Σκοπός του ιστορικού μυθιστορήματος -σύμφωνα και με τους δυο- δεν είναι η διδαχή ούτε η κατήχηση του αναγνώστη αλλά η αντικειμενική παρουσίαση μιας εποχής. Ο συγγραφέας είναι αποδέκτης της εποχής που ζει, των γεγονότων και της κυρίαρχης ή όχι ιδεολογίας αλλά σκοπός του δεν είναι ο προσηλυτισμός του αναγνώστη. Οι ερωτήσεις του κοινού σχετίζονταν και με το θέμα της εκδήλωσης αλλά αφορούσαν και το σύνολο του συγγραφικού έργου των καλεσμένων μας. Η βραδιά έκλεισε με την προβολή της ταινίας Circus Columbia.


Το πρωί του Σαββάτου λειτούργησε Εργαστήρι Δημιουργικής Γραφής με την Σ. Νικολαϊδου το οποίο παρακολούθησαν μαθητές αλλά και ενήλικες. Σε όλους τους συμμετέχοντες δόθηκε βεβαίωση παρακολούθησης.




Το Σάββατο το απόγευμα η συζήτηση συνεχίστηκε με τον κ.Ζουργό και την κ. Πριοβόλου. Και οι δυο μάς μίλησαν για τη δική τους οπτική σχετικά με το ιστορικό μυθιστόρημα και απαντώντας στις ερωτήσεις του κοινού αναφέρθηκαν στις καταβολές τους αλλά και στο γιατί γράφουν. Στο κλείσιμο της βραδιάς οι συγγραφείς υπέγραψαν τα βιβλία του κοινού και ακολούθησε η προβολή της ταινίας Η κλέφτρα των βιβλίων.


Τετάρτη 25 Μαρτίου 2015

Αντί στεφάνου ή Αντί Στεφάνου;

Αντί στεφάνου ή Αντί Στεφάνου; Ο Γιάννης Μακριδάκης παίζει με τη γλώσσα και παραδίδει μια ευσύνοπτη νουβέλα κλείνοντας το μάτι στον αναγνώστη.

 «Δεν ευδοκίμησε τελικά ως νεκροθάφτης στη θέση του Ευταξία ο Στέφανος ο Λαδικός. Μοναχά μιά κηδεία πρόλαβε να διεκπεραιώσει και αυτή ήταν της μητέρας του. Διότι η Πάτρα, εκ του Κλεοπάτρα, Λαδικού, το γένος Κουμά, η επονομαζόμενη και Ξυλαγγούρω κάποτε, όταν ήταν ακμαία, υπο των ζηλοφθόνων γυναικών της μικράς νήσου, απεβίωσε αιφνιδίως σε ηλικία 66 ετών, πιθανότατα από ανακοπή καρδιάς σύμφωνα με την γνωμάτευση του αγροτικού γιατρού, τρεις μόλις μέρες αφότου ανέλαβε καθήκοντα εντός νεκροταφείου ο μοναχογιός της.»

Αυτές είναι οι τρείς πρώτες προτάσεις του βιβλίου και σε εισάγουν αμέσως χωρίς περιττές φλυαρίες στο θέμα του. Ο Στέφανος, ο αποσυνάγωγος της μικρής κοινωνίας του χωριού-του οποιοδήποτε μικρού χωριού- γίνεται νεκροθάφτης του χωριού με τη μεσολάβηση του θείου εξ Αμερικής. Ωστόσο είναι γραφτό του να μη στεριώσει στη θέση αυτή και η μόνη κηδεία που θα διεκπεραιώσει είναι αυτή της μητέρας του. Από κει και πέρα η ιστορία εκτυλίσσεται με κωμικοτραγικό τρόπο που αποδίδει ανάγλυφα τη συντηρητική κοινωνία και το πώς αντιμετωπίζει τον ιδιαίτερο άνθρωπο, τον άνθρωπο που διαφέρει από τους άλλους που αποτελεί το μαύρο πρόβατο του μικρού κοινωνικού κύκλου της κοινότητας.

Η συζήτηση που ακολούθησε την ανάγνωση του νέου του βιβλίου υπήρξε ιδιαιτέρως θυελλώδης αφού οι απόψεις μας διχάστηκαν από την αρχή. Η Κατερίνα, η Τασία, η Αρετή και η Μαρία βρήκαν μέτριο το βιβλίο και άνευ ουσιαστικού θέματος σε αντίθεση με την Ιωσηφίνα και την υποφαινόμενη. Η Κατερίνα- η οποία έχει διαβάσει όλα τα έργα του συγγραφέα - αρχικά μας μίλησε για τις αρετές του βιβλίου (ευφυής τίτλος, γλωσσική αρτιότητα, διάθεση σαρκασμού και αυτοσαρκασμού) αλλά όπως είπε η ίδια βρήκε ότι το βιβλίο δεν είχε κανένα θέμα και ότι ο συγγραφέας δημιούργησε εκ του μη όντος ένα βιβλίο προκειμένου να διαπιστώσει αν μπορεί να γράψει. Συγκεκριμένα μοιάζει να σημείωσε τα πρόσωπα του βιβλίου και να μοίρασε τους ρόλους του, να ξεχώρισε από την αρχή ποια θέση θα είχε ο καθένας στο βιβλίου , ένα βιβλίο κατά παραγγελία. Με την άποψη της Κατερίνας συντάχτηκε και η Τασία η οποία βρήκε σχοινοτενή το λόγο του βιβλίου και μέτριο το περιεχόμενο του. Η Αρετή – η οποία μας είπε ότι δεν έχει διαβάσει κανένα άλλο βιβλίο του συγγραφέα- συμφώνησε και αυτή ότι το θέμα του βιβλίου ήταν ανύπαρκτο και ότι το μόνο που ήθελε να δηλωθεί ήταν οι ιδέες του συγγραφέα και ότι δεν πρωτοτύπησε στην παρουσίαση του «τρελού» του χωριού. Το ίδιο κα η Μαρία που πέραν της γλώσσας δε βρήκε κάποια ιδιαίτερη αρετή στο βιβλίο. Ο συγγραφέας θέλησε να παρουσιάσει τις δικές του οικολογικές, βιολογικές απόψεις και την δική του φιλοσοφία στο βιβλίο. Πράγμα το οποίο κάνει τα τελευταία χρόνια και μέσα από το ιστολόγιο του.

Στο αντίθετο στρατόπεδο, η Ιωσηφίνα και γω υποστηρίξαμε την επιτυχή επιλογή της γλώσσας (μοιάζει να περιπαίζει την απολιθωμένη συντηρητική κοινωνία του χωριού, μια καθαρεύουσα κατ επιλογή) η οποία ρέει και δε σου επιτρέπει να αφήσεις το βιβλίο από το χέρι σου. Μπορεί για κάποιους να είναι δυσνόητη ή ακόμα ακόμα και κακή επιλογή από το συγγραφέα αλλά αποδεικνύει το γλωσσικό αισθητήριο του Μακριδάκη (ο οποίος ειρήσθω εν παρόδω δεν έχει κάνει φιλολογικές σπουδές). Ο λόγος είναι μεστός και καίριος και δεν διαθέτει φιοριτούρες. Η σαρκαστική και κωμική διάσταση του θέματος αποδίδεται με γλαφυρότητα ακριβώς εξαιτίας της γλώσσας. Η Ιωσηφίνα εστίασε ιδιαίτερα στην ρεαλιστική απεικόνιση της μικρής κοινωνίας με το κουτσομπολιό, τη στενότητα των αντιλήψεων αλλά και την αδυναμία της να αποδεχτεί το Στέφανο ως φορέα νέων(;) αντιλήψεων. Μια κοινωνία που μπορεί να είναι στενά προσκολλημένη στο παρελθόν αλλά αφήνεται στην επίδραση του καταναλωτισμού και του φαίνεσθαι (θαυμασμός για το μεγαλοπρεπές ταφικό μνημείο του αδελφού εξ Αμερικής λες και αποδείκνυε τη μέγιστη αγάπη για την αδελφή και τους γονείς).

 Η προσωπική μου άποψη ταυτίζεται με αυτή της Ιωσηφίνας. Το θέμα του βιβλίου είναι απολύτως υπαρκτό και δεν έχει να κάνει μόνο με το πώς αντιμετωπίζει η κάθε είδους μικρή κοινωνία το διαφορετικό αλλά και το κατά πόσο είναι έτοιμη να δεχτεί ό,τι διαφέρει χωρίς να ενοχλεί η να διαταράσσει τις νόρμες της. Οι παλαιότερες γενιές , πιο εξοικειωμένες με το θάνατο , ο οποίος ήταν μέσα στην καθημερινότητα τους, δεν τον είχαν ανάγει σε ύψιστη κοινωνική εκδήλωση. Ο θάνατος ήταν φυσική κατάληξη της ζωής και έτσι αντιμετωπιζόταν. Η σημερινή κοινωνία αντιμετωπίζει τα θάνατο με φόβο και απέχει και των γηρατειών λανσάροντας σκευάσματα νεότητας και τρόπος επιμήκυνσης των νιάτων. Επόμενο είναι ο θάνατος να μην αποτελεί φυσική συνέχεια της ζωής αλλά συμφορά.Οι μαρμάρινοι τάφοι και η επίδειξη κοσμικότητας ακόμα και στο θάνατο είναι απότοκα της καταναλωτικής κοινωνίας. Επιπλέον η βιοκαλλιέργεια και η προσπάθεια για επάνοδο στο φυσικό τρόπο καλλιέργειας της γης δεν είναι μόνο προσωπική σημαία του Γιάννη. Ο Γιάννης ο Μακριδάκης απεικονίζει σαφώς τη δική του βιοθεωρία στο βιβλίο του η οποία τυγχάνει όμως να είναι θεωρία ζωής και πολλών άλλων ανθρώπων.

 Και επειδή λίαν προσφάτως διάβασα μια κριτική της Σοφίας της Λαμπίκη για το βιβλίο του Γιάννη αντιγράφω τα λόγια της σχετικά με το θέμα της αφόδευσης –το οποίο έχει συνταράξει(!) πολύ κόσμο. «…Τελικά ο ήρωας Στέφανος επί ποίου τάφου αφοδεύει; Αφοδεύει επί του τάφου της μητρός του, ήδη νεκρής σωματικά ,ή αφοδεύει πάνω στους τάφους, καθαρούς, πενταγυάλιστους, απαστράπτοντες της μίζερης ζωής των ζωντανών της κοινωνίας μας που είναι ήδη νεκροί στην καρδιά και το μυαλό αλλά κανείς δεν τους το’ πε ακόμα; Νομίζω πως ως άλλος Μπορίς Βιάν, ο Γιάννης Μακριδάκης δεν φωνάζει «Θα φτύσω στους τάφους σας» αλλά «Θα αφοδεύσω στους τάφους σας»

 Γιώτα Κεφαλά

Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2015

Η χαμένη κεφαλή του Νταμασένου Μοντέιρου, Αντόνιο Ταμπούκι


 Ο Μανόλο, τσιγγάνος  του Πόρτο, ανακαλύπτει ένα ακέφαλο πτώμα στο απομακρυσμένο προάστιο που ζει. Ο Φιρμίνου είναι ένας νεαρός δημοσιογράφος που δουλεύει για μία λαϊκή εφημερίδα που σκοπό έχει την προβολή κουτσομπολίστικών υποθέσεων. Ο διευθυντής της εφημερίδας του αναθέτει το ρεπορτάζ για  το φονικό που συγκλονίζει την κοινή γνώμη. Κάπως έτσι, ο Φιρμίνου ξεκινάει για το Οπόρτο από το οποίο δεν έχει τις καλύτερες αναμνήσεις . Παρά τις αρχικές του επιφυλάξεις, η πανσιόν που πρόκειται να μείνει είναι αρκετά συμπαθητική και η ιδιοκτήτρια, η ντόνα Ρόζα, δείχνει πρόθυμη να βοηθήσει το νεαρό δημοσιογράφο. Είναι εκείνη που θα μεσολαβήσει προκειμένου ο Μανόλο να δώσει την πρώτη συνέντευξη για το ακέφαλο πτώμα. Καθώς η ιστορία γίνεται ολοένα και πιο γνωστή ο Φιρμίνου θα αρχίσει να δέχεται ανώνυμα τηλεφωνήματα με λεπτομέρειες σχετικές με το έγκλημα. Τα ανώνυμα τηλεφωνήματα θα αποκτήσουν υπόσταση όταν ο ανώνυμος πληροφοριοδότης  δεχτεί να μιλήσει στο δημοσιογράφο και να του αποκαλύψει σημαντικά στοιχεία για την υπόθεση. Η συνάντησή του με τον δικηγόρο, γνωστού με το παρατσούκλι Λότον, θα αλλάξει τον τρόπο δράσης του και θα επηρεάσει την εξέλιξη της ιστορίας.
Το βιβλίο αυτό του Αντόνιο Ταμπούκι απασχόλησε τη σημερινή συνάντηση της λέσχης μας. Κοινή διαπίστωση όλων των μελών ήταν ότι το βιβλίο ήταν εξαιρετικό, διαβαζόταν μονορούφι και ήταν πολύ επίκαιρο παρά το γεγονός ότι γράφτηκε πολλά χρόνια πριν.
 Στην Κατερίνα άρεσαν οι ρεαλιστικές περιγραφές των επιμέρους σκηνών –π.χ. η σκηνή συνάντησης του Φιρμίνο στο πάρκο με τον φίλο του Νταμεσένου και η περιγραφή του τοπίου και των ανθρώπων  ( ο ηλικιωμένος κύριος που γυμνάζεται , η κυρία που κάνει τη βόλτα της και πιάνει τη συζήτηση μαζί του) . Επιπλέον ο συγγραφέας δίνει πολλές πληροφορίες για πρόσωπα και ονόματα (Ζουαντό, Ληναίος) μέσα από τις συζητήσεις του Φιρμίνο με τον Λότον και οι πληροφορίες αυτές δεν δίνονται με διδακτικό τόνο. Ενδιαφέρον το συγγραφικό εύρημα της παράθεσης των συνεντεύξεων που πήρε ο Φιρμίνου και δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα του που δίνουν ζωντάνια και αμεσότητα στο κείμενο. Η άποψη της Κατερίνας ήταν ότι ο δικηγόρος αποτελεί μια περσόνα του συγγραφέα , είναι το πρόσωπο που υιοθετεί ο συγγραφέας για να εκφράσει όλες τις δικές του απόψεις.
Η Αρετή αναφέρθηκε στην εξαιρετική μετάφραση και σε αυτό συμφωνήσαμε όλα τα μέλη. Η υπόθεση του βιβλίου είναι ρεαλιστική και το κείμενο είναι ζωντανό-μοιάζει να γράφτηκε σήμερα. Η αναφορά στο ρόλο της κουτσομπολίστικης εφημερίδας – θέματα όπως οι δολοφονίες είναι προϊόντα προς πώληση στο ευρύ κοινό, γι αυτό και παρουσιάζονται με κάθε λεπτομέρεια όσο ανατριχιαστική κι αν είναι αυτή (φωτογραφίες του ακέφαλου πτώματος)- καθώς και στη διαφθορά των αστυνομικών (συγκάλυψη της υπόθεσης με κάθε δυνατό τρόπο, προσπάθεια για την αθώωση των εμπλεκόμενων) αποτελούν βασικά θέματα που θίγει ο συγγραφέας.
Η Ιωσηφίνα αναφέρθηκε στο ότι τα πρόσωπα που συναντάμε στο βιβλίο είναι πρόσωπα της καθημερινότητας (δημοσιογράφος, η ντόνα Ρόζα, ο δημοσιογράφος, οι αστυνομικοί) καθώς και στο ότι η αστυνομική υπόθεση αποτέλεσε μια αφορμή για τον Ταμπούκι να αναφερθεί στα θέματα που ήθελε( βασανιστήρια, πολιτικές ιδέες, αναφορά στο δικαστικό σύστημα).

Η Αποστολία πρόσθεσε ότι το βιβλίο είχε και χιούμορ,  ενώ η ροή του λόγου κέρδιζε τον αναγνώστη και δεν του επέτρεπε να το αφήσει από τα χέρια του. Εντύπωση της έκανε η πατρική φιγούρα του δικηγόρου και η επίδραση που άσκησε στο νεαρό δημοσιογράφο. Παρατηρήσαμε όλοι την αλλαγή του Φιρμίνου- από τον τρόπο γραφής του έως και τον τρόπο που αντιμετώπιζε τις καταστάσεις. Ο Φιρμίνου ωριμάζει μετά το συμβάν και ο καταλύτης γι αυτή την αλλαγή είναι ο Λόουτον. Οι συζητήσεις των δύο περιέχουν πολλές ιδέες προς συζήτηση και επιπλέον θέτουν το θεωρητικό υπόβαθρο του βιβλίου.
Και η Μαρία συμφώνησε ότι το βιβλίο διαβαζόταν με  ευκολία και η εναλλαγή του διαλόγου με την αφήγηση ήταν από τα πλεονεκτήματα της συγγραφικής γραφής.
Καταλήξαμε λοιπόν στο ότι το παρόν βιβλίο μας άφησε εξαιρετικές εντυπώσεις και συμφωνήσαμε ότι μάλλον πρέπει να διαβάσουμε και κάποιο ακόμα του Αντόνιο Ταμπούκι!
Γιώτα Κεφαλά



Σάββατο 10 Ιανουαρίου 2015

«Μάρτυς μου ο Θεός», Μάκης Τσίτας

Σάββατο απόγευμα και η συνάντηση μας αυτή τη φορά ήταν για το βιβλίο του Μάκη Τσίτα,  Μάρτυς μου ο Θεός. Η συζήτηση μας ήταν έντονη αφού σε κάποιους άρεσε πάρα πολύ και σε άλλους όχι.

Η Κατερίνα- και μαζί της συμφωνήσαμε η γράφουσα,  η Ιωσηφίνα, η Στέλλα και η Τασία - βρήκε πολύ ενδιαφέρον το βιβλίο και ενώ αρχικά απέρριπτε τον ήρωα και τις απόψεις του σε δεύτερο επίπεδο έβρισκε τον εαυτό της να έχει κάνει τις ίδιες σκέψεις. Ενώ ο ήρωας ξεκινούσε από λανθασμένους συνειρμούς κατέληγε σε αληθινές διαπιστώσεις ή και το αντίθετο.
Το παράδοξο του βιβλίου είναι ότι ενώ ο ήρωας είναι μισογύνης , φασίστας και υποχόνδριος καταλήγει να μας είναι συμπαθής και να νιώθουμε οίκτο για τη δυστυχία του. Βέβαια τα αίτια της δυστυχίας του είναι πολλά και δικαιολογούν σε μεγάλο βαθμό τη ζωή και τις επιλογές του: καταπίεση, σχολικός εκφοβισμός, κατάθλιψη, η αρρώστια της μικρότερης αδερφής, η απόπειρα βιασμού του ήρωα , οι εμπαιγμοί που είχε δεχτεί, η απαξίωση του πατέρα του, η εκμετάλλευση από τις γυναίκες της ζωής του κ.α. Όπως δηλώνει ο ίδιος στο βιβλίο : «Η παιδική μου ηλικία –μια φυλακή». Το τέλος του βιβλίου έρχεται να δικαιώσει όλη του τη ζωή αφού δέχεται τον τίτλο του άξιου – κάτι που επιδίωκε διακαώς .
Τα αφεντικά του έχοντας αντιληφθεί το πάθος που είχε για τη δουλειά του τον είχαν υποχείριο τους και έτσι η επαγγελματική του εξέλιξη ήταν αδύνατη. Η προσωπική του ατολμία και η έλλειψη διπλωματίας τον κρατούν στάσιμο και όχι μόνο-τον οδηγούν στο να χάνει την εργασία του και να απομένει με αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με την ανεργία του, την οποία χρεώνει στην ύπαρξη «των αλλοδαπών που κλέβουν τις δουλειές».
Η χρήση του πολυτονικού συστήματος ταιριάζει με τον ήρωα , τη φιλοσοφία του και την όλη κοσμοθεωρία του.
Ωστόσο υπήρξαν και οι υπόλοιποι φίλοι που δεν έκριναν θετικά το βιβλίο . Η Αρετή, η Μαρία και ο Νίκος βρήκαν κουραστική τη θεματολογία του και θεώρησαν ότι ο ήρωας γινόταν αντιπαθής με τη στάση που κρατούσε. Από τη μια η θρησκοληψία και η εμμονή του με τις ξένες γυναίκες –ενώ απέρριπτε τους αλλοδαπούς γενικά-, η αβουλία του, αφού στη ζωή του δεν έπαιρνε καμιά πρωτοβουλία, αλλά γκρίνιαζε που δεν άλλαζε τίποτα , η αποφυγή της προσωπικής ευθύνης .Ο ίδιος δεν προσπαθούσε να αλλάξει τη ζωή του αλλά έμενε κολλημένος στα ίδια , στην εργασία του δε διεκδικούσε , στην προσωπική του ζωή αποδεχόταν παθητικά όσα γίνονταν και δεν επαναστατούσε έμπρακτα-απλά έμενε στην καταγραφή των βασάνων του. Η γραφή ήταν κουραστική  αφού υπήρχαν  συχνές  επαναλήψεις-δείγμα της ψυχασθένειας του ήρωα. Ωστόσο το βιβλίο διαβαζόταν εύκολα αν και θεωρήθηκε υπερεκτιμημένο από την ομάδα αυτή των φίλων μας!

Γιώτα